Της Αναλήψεως, σαράντα ημέρες μετά το Πάσχα, γιορτάζεται η επιστροφή του Χριστού στον Ουρανό. Κατά την παράδοση, της Αναλήψεως κάνει κανείς το πρώτο μπάνιο του χρόνου στην θάλασσα για να έχει καλή υγεία, ενώ ψάχνει να βρει μια χορταριασμένη μαλλιαρή πέτρα για να τη βάλει κάτω από το κρεβάτι για να του φέρει καλή τύχη όλη την υπόλοιπη χρονιά. Συνήθιζαν δε, με ένα μπουκάλι να μαζεύουν τα «σαράντα κύματα» όπως έλεγαν, που το φύλαγαν για ένα χρόνο, σημάδι και αυτό καλής τύχης και ευδαιμονίας
Πενήντα ημέρες μετά το Πάσχα, της "Πεντηκοστής, ημέρα Κυριακή, ημέρα που το Άγιο Πνεύμα πήγε στους Αποστόλους. Η Δευτέρα είναι αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Κατά την παράδοση, την Ανάσταση οι ψυχές των αγαπημένων προσώπων που έχουν πεθάνει κατεβαίνουν στη γη και ξαναφεύγουν την ημέρα της Πεντηκοστής. Στη Βόρειο Ελλάδα, την παραμονή της Πεντηκοστής οι νοικοκυρές έφτιαχναν πίτες και να τις πήγαιναν στην εκκλησία με ένα κερί και ένα καλάθι με τριαντάφυλλα, για τις ψυχές των νεκρών. Οι πίτες ήταν συνήθως αλμυρές με τυρί ή γλυκές με καρύδια και ζάχαρη. Μετά τη λειτουργία τις μοίραζαν στον κόσμο για να συγχωρήσουν τους νεκρούς. Λέγανε πως όποιος δεν έκανε πίτα και είχε πρόσφατα χαμένο, αυτός γύριζε στον ουρανό κλαίγοντας. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν και τα ψυχοκέρια, κεριά με τόσες κλωστές, όσοι και οι νεκροί τους και τα έκαιγαν όλη τη Σαρακοστή. Στη Νότιο Ελλάδα, έφτιαχναν κόλλυβα, τα χρυσά κόλλυβα, όπως τα ονομάζουν. Αυτήν την ημέρα στη λειτουργία μνημονεύονται όλοι οι πεθαμένοι. Στη Θράκη, δεν δούλευαν στα χωράφια, ούτε ανακάτευαν τα ρούχα τους, γιατί είναι «ποντικόμερα» και οι ποντικοί θα τα καταστρέψουν.
Πανηγύρια.
Πανηγύρια.
Το πανηγύρι έχει ιστορικό, θρησκευτικό και ταυτόχρονα κοινωνικό και συμβολικό χαρακτήρα. Τα παλιά χρόνια, τα πανηγύρια ήταν η μοναδική διασκέδαση των ανθρώπων των χωριών, η ευκαιρία για να μαζευτούν, να πιούν, να φάνε, να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να χαρούν, να διασκεδάσουν. Τα τοπικά πανηγύρια είναι η γνήσια συνέχεια των παραδόσεων μας, όπου έχουν τις ρίζες τους και πολλά από τα έθιμά μας. Αποτελούν ίσως το χαρακτηριστικότερο δείγμα εθιμικού στοιχείου, σχετίζονται με τη θρησκευτική ζωή των κατοίκων και τις λατρευτικές τους συνήθειες και συνεχίζουν να γιορτάζονται με πολύ ευλάβεια και κατάνυξη, διατηρώντας αλώβητο το παραδοσιακό τους χρώμα. Πανηγύρια διοργανώνουν σχεδόν όλα τα χωριά, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, όπου υπάρχει εκκλησία ή ξωκλήσι. Την όλη διοργάνωσή τους συνήθως αναλαμβάνουν οι πανηγυράδες, δηλαδή η οικογένεια, που κρατά για ένα ολόκληρο χρόνο την εικόνα του αγίου στο σπίτι της. Σα νησιά, τα περισσότερα ξωκλήσια έχουν τον ιδιοκτήτη τους. Tο απόγευμα της παραμονής ψάλετε ο Εσπερινός, ακολουθεί αρτοκλασία και περιφορά της Εικόνας γύρω από το εξωκλήσι, με πλήθος κόσμου και στη συνέχεια αρχίζει το πανηγύρι. Οι πανηγυράδες παραθέτουν γεύμα σε όλο τον κόσμο που συμμετείχε στον εσπερινό. Το πατροπαράδοτο αυτό γεύμα λαμβάνει χώρα είτε στον αυλόγυρο της εκκλησίας, όπου στρώνονται τάβλες, είτε στην ύπαιθρο όταν πρόκειται για μικρό εκκλησάκι. Κάθε άγιος έχει το φαί του, που μαγειρεύεται με παραδοσιακή συνταγή και φυσικά με πολύ ντόπιο κρασί. Το γλέντι, με παραδοσιακά όργανα, χορό και τραγούδι κρατάει μέχρι το ξημέρωμα. Τυχερός είναι ο επισκέπτης που θα βρεθεί σε πανηγύρι και θα γνωρίσει την φιλοξενία των κατοίκων. Το ελληνικό καλοκαίρι είναι γεμάτο από πανηγύρια.
Γιορτές του Ιουνίου.
24 Ιουνίου του Ιωάννου του Προδρόμου. Κατά την παράδοση, την παραμονή στις 23 Ιουνίου, μικροί και μεγάλοι γιορτάζανε το κάψιμο των πρωτομαγιάτικων στεφανιών, αλλά στην πραγματικότητα μαζεύανε ότι παλιό είχαν καρέκλες, χαλασμένα τραπέζια, καφάσια, κοφίνια ακόμα και χαρτικά και τα καίγανε με μεγάλες φωτιές στις γειτονιές. Οι μεγαλύτεροι είχαν τον έλεγχο της φωτιάς, την περιλούζαμε με οινόπνευμα, πάνω βάζαμε τα στεφάνια και οι πιο τολμηροί ξεκίναγαν να πηδάνε, έστω και αν τσουρουφλίζονταν. Στις Κυκλάδες, παίρνουν στάχτη από τις φωτιές και την ρίχνουν στις ρίζες των δένδρων για να έχουν καλή καρποφορία. Τα παλιά χρόνια, οι άρρωστοι συνήθιζαν να κάνουν μπάνιο αυτή την ημέρα, για να γιατρευτούν. Στην Πελοπόννησο, τα ανύπαντρα κορίτσια έφτιαχναν στεφάνι από λουλούδια και το έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν ποιόν θα παντρευτούν.
Θερισμός. Τα παλιά χρόνια, με το που έμπαινε ο Ιούνης άρχιζε ο θερισμός που ήταν αληθινή γιορτή και τελείωνε μέσα Ιουλίου. Οι οικογένειες φόρτωναν στα μουλάρια τα πράγματά τους, έπαιρναν τα ζώα τους και ξεκίναγαν για τα χωράφια όπου έμεναν σε καλύβες, σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Στο θερισμό συμμετείχε όλη η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι. Πολλές μικρομάνες που δεν είχαν πεθερά ή μάνα στο σπίτι, έπαιρναν τα μικρά στη σαρμανίτσα ή νάκα και τα κρέμαγαν στον ίσκιο των δέντρων. Κάθε μέρα ξεκινούσαν νωρίς το πρωί, γιατί η ζέστη του καλοκαιριού ήταν αφόρητη. Οι γυναίκες φορούσαν μια άσπρη μαντίλα για τον ήλιο και οι άντρες τις ασκιάδες, που έφτιαχναν από στάχια. Οι γυναίκες θέριζαν και οι άντρες έδεναν τα χερόβολα δεμάτια και τα κουβαλούσαν στις θημωνιές για το αλώνισμα. Το μεσημέρι σταματούσαν για φαγητό, καθόντουσαν καταγής στη σκιά κάποιου δέντρου, ή αν δεν υπήρχε δέντρο, έφτιαχναν κιόσκι με ξύλα και κλαδιά. Το φαγητό ήταν απλό και ελαφρύ, ψωμί, ελιές, τυρί, ντομάτες και φρούτα. Μετά το μεσημέρι, ξεκινούσε και πάλι ο θερισμός μέχρι να σουρουπώσει. Πολλές φορές η μία οικογένεια βοηθούσε την άλλη. Το τελευταίο φαγητό που τρώγανε στο χωράφι οι θεριστές το ονόμαζαν «καρποθέρι». Για να περνάει ευχάριστα η μέρα τους, δεν σταματούσαν τα χωρατά και τα τραγούδια. Όταν ο θερισμός τέλειωνε οι γεωργοί άφηναν στο τελευταίο χωράφι λίγα στάχια αθέριστα για να "ρίξουν το δράκο" όπως έλεγαν. Τα εργαλεία τους ήταν το δρεπάνι και η παλαμαριά. Η παλαμαριά, ήταν ένα ξύλινο γάντι, για να πιάνουν τα στάχια και να μην κόβονται. Το δρεπάνι είχε σχήμα μισοφέγγαρου με ξύλινη λαβή και με αυτό έκοβαν τα στάχια. Τα στάχια τα έκαναν δεμάτια και τα φόρτωναν στα μουλάρια και τα πήγαιναν στο αλώνι. Εκεί τα έβαζαν το ένα πάνω στο άλλο, τις θημωνιές. Με το τέλος του θερισμού, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν ένα γλυκό, που το μοίραζαν με ευχές «άντε και του χρόνου».
Θερισμός. Τα παλιά χρόνια, με το που έμπαινε ο Ιούνης άρχιζε ο θερισμός που ήταν αληθινή γιορτή και τελείωνε μέσα Ιουλίου. Οι οικογένειες φόρτωναν στα μουλάρια τα πράγματά τους, έπαιρναν τα ζώα τους και ξεκίναγαν για τα χωράφια όπου έμεναν σε καλύβες, σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Στο θερισμό συμμετείχε όλη η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι. Πολλές μικρομάνες που δεν είχαν πεθερά ή μάνα στο σπίτι, έπαιρναν τα μικρά στη σαρμανίτσα ή νάκα και τα κρέμαγαν στον ίσκιο των δέντρων. Κάθε μέρα ξεκινούσαν νωρίς το πρωί, γιατί η ζέστη του καλοκαιριού ήταν αφόρητη. Οι γυναίκες φορούσαν μια άσπρη μαντίλα για τον ήλιο και οι άντρες τις ασκιάδες, που έφτιαχναν από στάχια. Οι γυναίκες θέριζαν και οι άντρες έδεναν τα χερόβολα δεμάτια και τα κουβαλούσαν στις θημωνιές για το αλώνισμα. Το μεσημέρι σταματούσαν για φαγητό, καθόντουσαν καταγής στη σκιά κάποιου δέντρου, ή αν δεν υπήρχε δέντρο, έφτιαχναν κιόσκι με ξύλα και κλαδιά. Το φαγητό ήταν απλό και ελαφρύ, ψωμί, ελιές, τυρί, ντομάτες και φρούτα. Μετά το μεσημέρι, ξεκινούσε και πάλι ο θερισμός μέχρι να σουρουπώσει. Πολλές φορές η μία οικογένεια βοηθούσε την άλλη. Το τελευταίο φαγητό που τρώγανε στο χωράφι οι θεριστές το ονόμαζαν «καρποθέρι». Για να περνάει ευχάριστα η μέρα τους, δεν σταματούσαν τα χωρατά και τα τραγούδια. Όταν ο θερισμός τέλειωνε οι γεωργοί άφηναν στο τελευταίο χωράφι λίγα στάχια αθέριστα για να "ρίξουν το δράκο" όπως έλεγαν. Τα εργαλεία τους ήταν το δρεπάνι και η παλαμαριά. Η παλαμαριά, ήταν ένα ξύλινο γάντι, για να πιάνουν τα στάχια και να μην κόβονται. Το δρεπάνι είχε σχήμα μισοφέγγαρου με ξύλινη λαβή και με αυτό έκοβαν τα στάχια. Τα στάχια τα έκαναν δεμάτια και τα φόρτωναν στα μουλάρια και τα πήγαιναν στο αλώνι. Εκεί τα έβαζαν το ένα πάνω στο άλλο, τις θημωνιές. Με το τέλος του θερισμού, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν ένα γλυκό, που το μοίραζαν με ευχές «άντε και του χρόνου».
Κατερίνα Κανελλοπούλου-Τσουχτίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
τα σχόλιά σας