ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ :

Σκοπός του Συλλόγου

Η φωτογραφία μου
Παράδοση είναι ...τo μελωδικό νανούρισμα της μάνας, οι θρύλοι του παππού ,τα κάλαντα, τα χελιδονίσματα, οι μαντινάδες,τα έθιμα ,οι χοροί και οι σκοποί που μας συντρόφευαν σε κάθε χαρά ,οι ενδυμασίες ,τα κεντήματα ,τα δίστιχα, τα παιχνίδια και όσα άλλα είναι μέρος της ζωής του τόπου μας. Κρατήστε περήφανα στις καρδιές σας ,αλώβητο αυτό το θησαυρό και παραδώστε τον στις επόμενες γενιές! Έτσι θα ακούμε τους παλμούς του τόπου μας ολοζώντανα και δεν θα σβήσει τίποτε στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης! Η επίσημη ίδρυση του συλλόγου μας ως ανεξάρτητο σωματείο έγινε το 1998 με κύριο σκοπό και στόχο τη διατήρηση και τη διάδοση των χορών, των τραγουδιών και των παραδόσεων της Κέρκυρας και της υπόλοιπης Ελλάδας, καθώς επίσης και την προσέγγιση της νεολαίας απομακρύνοντάς την από τους κινδύνους της εποχής μας.

Tα 5 πιο παράξενα έθιμα της Ελλάδας



Διαβάστε τα 5 πιο παράξενα έθιμα της Ελλάδας...1. Τσιμπούσι πάνω στα μνήματα...

Συνήθως τα γλέντια τα έχουμε συνηθίσει με ανθρώπους ζωντανούς, χορούς, φαγοπότια και πολύ μουσική. Στο Ηράκλειο της Κρήτης όμως οι απίστευτοι σε όλα τους Κρητικοί έχουν βαλθεί να μας κάνουν να ξεχάσουμε ότι ξέρουμε... Έτσι από την Μεγάλη Παρασκευή ξεκινάνε τις προετοιμασίες για να δειπνήσουν την Δευτέρα του Πάσχα με τα αγαπημένα τους πρόσωπα που έχουν φύγει από την ζωή!!! Ναι καλά διαβάζετε. Την Δευτέρα του Πάσχα με φαί και κρασί, ενώ έχει προηγηθεί καθαρισμός και καλλωπισμός του χώρου, συγγενείς και φίλοι των αποβιώσαντων, πηγαίνουνε στο κοιμητήριο της περιοχής και γευματίζουν με παραδοσιακά γλυκά και φαγητά ανταλλάσοντας ευχές. Με αυτό τον τρόπο όπως λένε οι συγγενείς τιμούν την μνήμη τους, τους μακαρίζουνε και κυρίως διαδίδουν το αναστάσιμο μήνυμα των ημερών...
2. Το... τάϊσμα της βρύσης
Συνήθως ταΐζουμε τα μικρά παιδιά, τα ζώα, τους εαυτούς μας... Αλλά να ταΐζουμε και τις βρύσες αυτό είναι από τα άγραφα... Κι όμως. Σε πολλά μέρη της Ηπειρωτικής Ελλάδας το έθιμο αυτό είναι πραγματικότητα. Έτσι σε πολλά χωριά την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς ή το ξημέρωμα των Χριστουγέννων, οι νεαρές γυναίκες, αφού έχουν αδειάσει όλες τις στάμνες που είναι γεμάτες με νερό στο σπίτι, πηγαίνουν να ξαναγεμίσουν από την κοντινότερη βρύση που υπάρχει στο χωριό. Στο δρόμο παραμένουν αμίλητες και αυτός είναι ο λόγος που το νερό λέγεται αμίλητο ή άκραντο. Το... παράξενο της υπόθεσης όμως είναι πως οι νέες έχουν μαζί τους στον δρόμο προς της βρύση διάφορα φαγώσιμα, όπως βούτυρο, σιτάρι, τυρί, μέλι και άλλα. Ο δάσκαλος β. Μπούσιος αναφέρει πως φτάνοντας στην βρύση προσπαθούνε να την.. καλοπιάσουνε λέγοντας της... «"Όπως τρέχει το νερό σ' βρυσούλα μ', έτσ' να τρέχ' και το βιο μ.» Λέγεται πως η κοπέλα που φτάνει πρώτη στην βρύση θα έχει μεγάλη τύχη για την υπόλοιπη χρονιά.
3. Γεια σας, ήρθαμε να σας κάψουμε....
Επόμενος προορισμός η Ήπειρος. Πάλι. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα έθιμο παράξενο αλλά και επικίνδυνο συνάμα. Βασισμένο σε μια παλιά παράδοση που λέει πως όταν γεννήθηκε ο Χριστός πήγαν βοσκοί να προσκυνήσουν και επειδή ήτανε νύχτα σκοτεινή, πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές, τριξίματα και κρότους. Έτσι στα χωριά της Άρτας όποιος πάει στον γείτονα να ευχηθεί τα χρόνια πολλά ή ακόμα και τα παιδιά που πάνε για να φιλήσουν το χέρι της μάνας τους και του πατέρα τους, κρατάνε στα χέρια τους ένα κλαρί πουρνάρι η ξύλο αναμμένο που τρίζει, ενώ γεμίζουν τα δρομάκια του χωριού με φωτιές και κρότους.
4. Ξίδι με αράχνη...(μπλιαχ)
Στην πανέμορφη Κορώνη κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας κάνουν αυστηρή νηστεία και δεν τρώνε ούτε μαγειρεύουν ούτε πίνουν τίποτα. Κάποιοι από τους χωρικούς επειδή δεν αντέχουν, κάνουν το εξής: Βάζουν σε ένα ποτηράκι λίγο ξύδι για να πιουν. Επειδή το ξύδι όμως ως γνωστόν δεν πίνεται... ξεροσφύρι το συνδυάζουν με λίγη αραχνίτσα. Ναι, καλά διαβάζετε. Επειδή η παράδοση λέει πως έτσι πότισαν τον Χριστό οι ντόπιοι πίνουν ξύδι με αράχνη... Έχετε σκεφτεί καλύτερο μεζέ???
5. Άντε να φάμε κανένα ποδαράκι...
Τελευταίο αλλά όχι αμελητέο έθιμο η Κυρά-Σαρακοστή, έθιμο που έχει τις ρίζες του στην Αρκαδία. Εκεί λοιπόν, οι γιαγιάδες ζωγραφίζουν λίγο πριν την έναρξη της Σαρακοστής μια γυναίκα που έχει τα βλέφαρά της χαμηλωμένα, το στόμα της υπομονετικά κλειστό και τα χέρια της άνετα σταυρωμένα σε στάση προσευχής. Τα πόδια της είναι επτά και συμβολίζουν τις επτά εβδομάδες της Σαρακοστής, ενώ η γυναικεία φιγούρα δεν είναι άλλη από την ίδια την Σαρακοστή. Κάθε ένα από τα Σάββατα λοιπόν που απομένουν μέχρι την Μεγάλη Εβδομάδα, ένα από τα εγγόνια, κόβουν διαδοχικά τα πόδια της Κυρα-Σαρακοστής, μέχρι να μείνει ένα πόδι λίγο πριν την Ανάσταση. Τότε η γιαγιά τυλίγει το χαρτί με το τελευταίο πόδι σε μπαλάκι και το βάζει στο Ψωμί της Ανάστασης. Στο Πασχαλινό τραπέζι ο πατέρας κόβει το ψωμί σε φέτες και το μοιράζει στους παρευρισκόμενους. Ο πιο χαρούμενος απ’όλους είναι εκείνος που θα βρει στη φέτα του το κομμένο ποδαράκι της Κυρα-Σαρακοστής...
Αυτά λοιπόν είναι μερικά από τα πιο παράξενα έθιμα του τόπου μας... Να με συγχωρέσουν οι Βροντάδες της Χίου με τον ρουκετοπόλεμο και η αγαπημένη Κέρκυρα με το σπάσιμο της στάμνας... Τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας όμως είναι όλο εκπλήξεις και παραξενιές. Νομίζω πως το διαπιστώσατε...

24wro
Διαβάστε περισσότερα »"Tα 5 πιο παράξενα έθιμα της Ελλάδας"

Η ιστορία του ρεμπέτικου


Το παρακάτω άρθρο είναι μετάφραση από τα αγγλικά ενός άρθρου
του Ed Emery. Ο Ed Emery είναι ένας από τους πιο ένθερμους οπαδούς και ερευνητές της ελληνικής μουσικής (και ιδιαίτερα του ρεμπέτικου) στο εξωτερικό.
Είναι ο οργανωτής ενός παγκόσμιου συνεδρίου για το ρεμπέτικο, που γίνεται εδώ και μερικά χρόνια κάθε Οκτώβριο στην Ύδρα, με συμμετοχές πολλών επιστημόνων αλλά και μουσικών από διάφορες χώρες.Το άρθρο αυτό προέρχεται από μια παρουσίαση του Ed στο συνέδριο.



Σχεδόν από το 1850, στα παράλια της Σμύρνης στη Μικρά Ασία, στη δημοφιλή συνοικία της Κωνσταντινούπολης, στα σοκάκια του λιμανιού της Σύρου, και στις εργατικές τάξεις της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης – για να μην αναφέρουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες, κι όλα τα μέρη του κόσμου όπου οι Έλληνες μετανάστες είχαν συρρεύσει κατά χιλιάδες – άρχισε να δημιουργείται μια νέα μουσική: τα λαϊκά τραγούδια, το στυλ των οποίων σήμερα αποκαλούμε ρεμπέτικο. Διαδόθηκαν ραγδαία. Πρώτα ανάμεσα στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, έπειτα στις κοινότητες των μεταναστών στην Αμερική και τελικά – μετά το 1922 – στην κυρίως Ελλάδα.





Τα ρεμπέτικα έφτασαν στην ακμή τους στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Ήταν το στάνταρ ρεπερτόριο στα κλαμπ και τα μπαρ και κυριαρχούσαν στη δισκογραφία των 78 στροφών τόσο της Ελλάδας όσο και της Αμερικής εκείνη την εποχή.



Η απήχηση των ρεμπέτικων στη λαϊκή μάζα ερχόταν σε αντίθεση με τους εκπροσώπους των ηθικών και πνευματικών αρχών, και η μουσική αυτή λογοκρίθηκε αυστηρά στα 1930.



Η λογοκρισία όμως δεν σκότωσε τα ρεμπέτικα. Κάθε άλλο. Αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γνώρισαν τεράστια άνθηση στην Ελλάδα, η οποία διήρκεσε μέχρι τα μέσα του 1950. Μια άνθηση που κατά ένα μέρος ίσως εξηγείται από τα βάσανα και τις κοινωνικές αναταραχές που προκάλεσε ο πόλεμος, και κατά ένα άλλο από τις οικονομικές πιέσεις που συνέβαλαν στη δημιουργία μεγάλων αστικών κέντρων, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη.



Στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών, όλοι οι κύριοι εκπρόσωποι του ρεμπέτικου, οι συνεχιστές των τραγουδιστών και των συνθετών που είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία μετά την καταστροφή του 1922, έχουν πια πεθάνει. Αφήνουν πίσω τους μια πλούσια δισκογραφία, η οποία σιγά-σιγά άρχισε να συλλέγεται και να καταγράφεται από τους ρεμπετολόγους. Στο μεταξύ εμφανίστηκαν καινούριες γενιές τραγουδιστών και οργανοπαιχτών, έτσι ώστε διατηρήθηκε ζωντανή η παράδοση. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις ελληνικές κοινότητες της Αμερικής, της Βρετανίας, της Αυστραλίας και αλλού, υπήρχαν κέντρα όπου όχι μόνο ακούγονταν τα παλιά τραγούδια, αλλά διαμορφώνονταν και καινούρια. Σκοπός αυτής της εισαγωγής είναι να σκιαγραφήσει ένα μέρος του υπόβαθρου και της ιστορίας της ρεμπέτικης μουσικής.



Προετοιμάζοντας το σκηνικό



Για να δώσουμε μια ιδέα για την κοινωνική κατάσταση μέσα στην οποία γεννήθηκε το ρεμπέτικο, έχουμε το ακόλουθο στιγμιότυπο από τον Λύσανδρο Πιθάρα, ο οποίος έκανε μια εξαιρετική δουλειά πάνω στο ρεμπέτικο για τη βρετανική τηλεόραση:



Το 1935, σ’ ένα λαϊκό αθηναϊκό μαγαζί. Απ’ έξω το μαγαζί έμοιαζε με ερείπιο, αλλά στο εσωτερικό η ατμόσφαιρα ήταν έντονη. Μέσα στον πυκνό καπνό των

ναρκωτικών και του λιβανιού, μια μικρή μπάντα ήταν καθισμένη στη σκηνή. Ο μπουζουξής – με μάτια μισόκλειστα – παίζει ένα αργό σόλο (ταξίμι), αναφωνώντας «αμάν…». Ξαφνικά, οι υπόλοιποι οργανοπαίχτες χτυπάνε τα πόδια τους κι αρχίζουν να παίζουν έναν σκληρό, ακατάπαυστο ρυθμό, όσο η φωνή του τραγουδιστή αντηχούσε γρατζουνιστά:



Τσοντάρησ’ αδερφούλα μου

Να πιούμε τσιμπουκάκι

Μαζί να μαστουριάσουμε,

Να παίξ’ το μπουζουκάκι.

(Μάρκος Βαμβακάρης, Αλανιάρης, 1935)



Το πλήθος, αποτελούμενο από φτωχούς ανθρώπους, κυρίως άντρες, ανταποκρίθηκε δείχνοντας την επιδοκιμασία του. Ένας απ’ αυτούς, γερμένος στο πλάι και με το σακάκι του να κρέμεται από τον έναν ώμο, σηκώθηκε στην πίστα. Με μάτια κλειστά και κορμί να ταλαντεύεται, χορεύει φέρνοντας το χέρι μια στο μέτωπό του, μια στο πάτωμα, ενώ όλη την ώρα κρατά το ρυθμό της μουσικής χτυπώντας ρυθμικά τις σόλες των παπουτσιών του. Αυτός είναι ο χορός του μάγκα, γνωστός κι ως ζεϊμπέκικο. Η μουσική που χορεύει είναι το ρεμπέτικο – το ελληνικό μπλουζ…



Η σημασία και η καταγωγή του «ρεμπέτικου»



Όπως όλες οι υποομάδες της μουσικής, το ρεμπέτικο είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί. Και οι δυσκολίες ξεκινούν κιόλας από το νόημα και την προέλευση της λέξης «ρεμπέτικο». Οι διάφοροι ρεμπετολόγοι δίνουν τις δικές τους ερμηνείες.



- Η πιθανότερη ερμηνεία είναι πως προέρχεται από το ρεμπέτ, μια παλιά τούρκικη λέξη, που σήμαινε «του υποκόσμου». Κάποιοι υποστηρίζουν πως προέρχεται από την παλιά σερβική λέξη ρεμπενόκ, που σημαίνει «επαναστάτης».

Οι Τούρκοι αποκαλούν τα άτακτα στρατεύματα ρεμπέτ ασκέρ. Επιπλέον ρεμπέτς είναι οι άνθρωποι που δεν υπακούν στις αρχές.



Το κοινωνικό υπόβαθρο του ρεμπέτικου



Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι πως τα ρεμπέτικα ήταν η μουσική των ρεμπετών. Τώρα λοιπόν, το ερώτημα είναι «Ποιοι ήταν οι ρεμπέτες;», δηλαδή ποιοι ήταν οι άνθρωποι που έζησαν και δημιούργησαν τα τραγούδια και τη μουσική του ρεμπέτικου. Το παρόν είναι μια προσπάθεια να δώσει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Όμως θα ήθελα να ξεκινήσω σκιαγραφώντας τα ευρύτερα κοινωνικά και μουσικά πλαίσια.



Με τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού στην Ελλάδα από το 1850 και μετά, ακολούθησε μια μεγάλη μετανάστευση προς τις πόλεις, κατά ένα μέρος από ανθρώπους που έφευγαν από την ύπαιθρο, και από την άλλη από τη μαζική άφιξη προσφύγων Ελλήνων από διάφορα μέρη της διασποράς. Από τη Ρωσία μετά την Επανάσταση… από τον Πόντο και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας… και από μέρη της Μικράς Ασίας (από τη Σμύρνη κυρίως), η οποία τώρα είναι τουρκική. Μόνο από τη Μικρά Ασία το 1922-23 έφτασαν περίπου 1.500.000 Έλληνες ως πρόσφυγες.



Η επίδραση αυτών των αναγκαστικών μεταναστεύσεων ήταν να συντριβεί η υπάρχουσα κοινωνική και οικονομική δομή της Ελλάδας. Οι τάξεις και οι ιεραρχίες που υπήρχαν στις κοινότητες της διασποράς άλλαξαν άρδην μέσα στο κομφούζιο των δυσκολιών και των αγώνων για επιβίωση. Δεν υπήρχαν κατοικίες για να στεγάσουν τους νεοφερμένους, και οι παροχές υγείας και μόρφωσης ήταν μηδαμινές. Η ανεργία αποτελούσε κανόνα, αφού δε μπορούσαν να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας εκ του μηδενός, και οι νεοφερμένοι πρόσφυγες αντιμετώπιζαν ένα επιπλέον πρόβλημα, αυτό του ρατσισμού.



Έτσι η βίαιη κατάργηση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών συνοδεύτηκε από άλλη μια βιαιότητα, από το πώς ήταν οργανωμένες οι κοινωνικές θέσεις και οι συνθήκες διαβίωσης για τους νέους μετανάστες. Μεγάλες, εξαθλιωμένες κοινότητες, παραγκουπόλεις μεγάλωναν γύρω στις μεγάλες πόλεις της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης κατά κύριο λόγο. Τις χαρακτήριζε η φτώχια, η ανεργία, ο ξεριζωμός, η έλλειψη στέγης, η αστυνομική καταπίεση, ο κοινωνικός υποβιβασμός, η πορνεία, η εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά.

Η αλλαγή, από το 1832 και μετά, από αγροτική σε αστική οικονομία, έφερε μαζί κι ένα νέο είδος τραγουδιών, τα αστικά τραγούδια, όπως είχε συμβεί και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου τα μπλουζ τραγούδια από τις αγροτικές περιοχές εξελίχθηκαν σε «αστικά μπλουζ» όταν το εργατικό δυναμικό των μαύρων ήρθε στις πόλεις για να βρει δουλειά. Μέσα στο πλήθος των αστικών τραγουδιών άρχισε να ξεχωρίζει το χαρακτηριστικό στυλ που σήμερα γνωρίζουμε ως ρεμπέτικο. Ήταν μια μουσική υποκουλτούρα, μια μουσική των κατώτερων τάξεων. Αυτή ήταν η πρώτη φάση του ρεμπέτικου. Ο Πετρόπουλος εξηγεί:



Η κοιτίδα του ρεμπέτικου ήταν η φυλακή κι ο τεκές του χασίς. Εκεί οι πρώτοι ρεμπέτες έφτιαξαν τα τραγούδια τους. Τραγουδούσαν με σιγανές, βραχνές φωνές, αβίαστα, ο ένας μετά τον άλλον, και κάθε τραγουδιστής πρόσθετε ένα στίχο που συχνά δεν είχε σχέση με τον προηγούμενο, και το τραγούδι συνεχιζόταν για ώρες. Δεν υπήρχε ρεφραίν, και η μελωδία ήταν απλή κι εύκολη. Ένας ρεμπέτης συνόδευε τον τραγουδιστή με μπουζούκι ή μπαγλαμά (μια μικρότερη εκδοχή του μπουζουκιού, εύκολο στη μεταφορά, εύκολο να κατασκευαστεί μέσα στη φυλακή κι εύκολο να κρυφτεί από την αστυνομία), κι ίσως κάποιος άλλο, παρακινημένος από τη μουσική, να σηκωνόταν να χορέψει.



Στα μεγάλα αστικά γκέτο που είχαν δημιουργηθεί γύρω από τις κυριότερες ελληνικές πόλεις επικρατούσε κοινωνική αναταραχή:



Στον Πειραιά, το λιμάνι της Αθήνας, δεκάδες χιλιάδες άνεργοι κατοικούσαν σ’ αυτά τα γκέτο, με μόνη τους απασχόληση τα μικροεγκλήματα, τις μικροκλοπές και αντίστοιχες ύποπτες ενασχολήσεις. Στη σκληρή ζωή της πόλης, άρχισε να δημιουργείται μια νέα αστική υποκουλτούρα, με δική της διάλεκτο, κώδικες ντυσίματος και τρόπους ζωής – η κουλτούρα του μάγκα. Τα βράδια συγκεντρώνονταν σε χασισοτεκέδες για ν’ ακούσουν την καινούρια μουσική, η οποία μέχρι την εκπνοή του αιώνα είχε μετατρέψει το μπουζούκι σε σύμβολο της αστικής τους περηφάνιας…



Το δυναμικό αυτού του αστικού τραγουδιού μετασχηματίστηκε εντελώς με την άφιξη των μεταναστών από τη Μικρά Ασία (Ανατολία) πριν το 1922. Στην πραγματικότητα υπήρξαν δύο μεταφορές πληθυσμών, όπως συμφωνήθηκε με τους όρους της Συνθήκης της Λοζάνης το 1923: Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί Τούρκων της Ελλάδος θα στέλνονταν μαζικά στην Τουρκία, και οι Έλληνες από το μέρος που τώρα ονομάζεται Τουρκία θα έφταναν με πλοία στην Ελλάδα (και πολλοί απ’ αυτούς αντιμετώπισαν δολοφονίες, βιασμούς και βασανιστήρια στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι σκόπευαν να επαναλάβουν τη γενοκτονία των Αρμενίων). Αυτοί οι Έλληνες μετανάστες έφεραν μαζί τους μια μουσική κουλτούρα που αναμόρφωσε τα παραδοσιακά ρεμπέτικα τραγούδια.



Η απίστευτη καταστροφή της Σμύρνης ήταν κρίσιμη για τη ρεμπέτικη ιστορία. Έπειτα από έναν ανώφελο πόλεμο, ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες της Ανατολίας έφτασαν ως πρόσφυγες στις ελληνικές πόλεις κι έφεραν τα προβλήματα των φτωχών αστών σε σημείο ανάφλεξης. Η μουσική που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες ήταν αρχικά πολύ διαφορετική απ’ αυτή του μάγκα. Ήταν ανατολίτικη. Τα κλαρινέτα τους, τα βιολιά, το σαντούρι, τα κανονάκια συναγωνίζονταν με το μπουζούκι για να τραβήξουν την προσοχή των φτωχών αστών.



Σε μια συνέντευξη του 1993, ο Μίκης Θεοδωράκης (γνωστός Έλληνας συνθέτης, ο οποίος από κομμουνιστής αντιπολιτευόμενος έγινε συντηρητικός υπουργός), σκιαγραφεί τις βασικές διεργασίες που έλαβαν χώρα στην αναμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Αρχικά περιγράφει τη μακρόχρονη παραδοσιακή μουσική και τη βυζαντινή υμνολογία, που οι ρίζες της φτάνουν μέχρι την κλασσική Ελλάδα. Μιλά αρχικά για μουσικούς δρόμους, μετά για την ισχυρή ιταλική επιρροή κι έπειτα για την εισβολή της τονικής μουσικής στον κόσμο της ελληνικής μουσικής με κλίμακες:



Η μουσική του ρεμπέτικου βασίζεται σε μουσικούς τρόπους (ή δρόμους) ενώ η μουσική των τραγουδιών των πόλεων είναι τονική. Η μουσική με τρόπους έχει τις ρίζες της στους ρυθμούς του αρχαίου κόσμου. Στην αρχαία ελληνική μουσική οι ρυθμοί ή δρόμοι, ήταν μια σειρά από οκτώ ήχους, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από διαφορετικές διατάξεις τόνων και ημιτόνιων. Υπήρχαν τρεις κύριοι ρυθμοί ή δρόμοι: Ο Δωρικός, ο Φρυγικός κι ο Λυδικός, αλλά υπήρχαν επίσης κι άλλοι, όπως ο Ιωνικός, ο Μιξολυδικός, ο Υποφρυγικός κλπ.



Μάλιστα, ο ίδιος ο Πλάτωνας, στην Πολιτεία του, κάνει διακρίσεις ανάμεσα στη δυτική και την ανατολίτικη μουσική, ανάμεσα στην Ιωνική και τη Δωρική, και λέει πως η ανατολίτικη μουσική θα έπρεπε να απορριφθεί…



Και οι δυο αυτοί μουσικοί δρόμοι πέρασαν στα ελληνικά λαϊκά τραγούδια, κι επίσης στην αραβική και τουρκική μουσική. Οι βυζαντινές κλίμακες είχαν επίσης μεγάλη επίδραση στη μουσική της Τουρκίας και Αραβίας – κι οι βυζαντινές κλίμακες ήταν βασισμένες σε δωρικές, ιόνιες, αιολικές κλίμακες κλπ…



Ο Θεοδωράκης στη συνέχεια περιγράφει τη μουσική επανάσταση που έλαβε χώρα στην Ευρώπη στη διάρκεια του Διαφωτισμού με την άφιξη της εναρμονισμένης κλίμακας, η οποία έκανε εφικτή την αρμονία – ενώ στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Αραβία, η παραδοσιακή μουσική ήταν ισοφωνική, δηλαδή χωρίς αρμονία.



Πάντως, το ρεμπέτικο τραγούδι παρέμεινε αξιοσημείωτα στη μουσική κουλτούρα των δρόμων, η οποία είναι χαρακτηριστικά ανατολίτικη και προέρχεται από την κλασσική Ελλάδα. Είναι μια μουσική που παραδόξως έρχεται σε σύγκρουση με τη δυτική μουσική παράδοση, γεγονός που εξηγεί και γιατί είναι τόσο ελκυστική στο ευρωπαϊκό αυτί. Ο Θεοδωράκης συνεχίζει:

Έτσι, στο τέλος του 19ου αι. και την αρχή του 20ου, στην ελληνική παραδοσιακή μουσική κυριαρχούσαν οι δρόμοι. Στα νησιά του Ιονίου από την άλλη, λόγω της σύνδεσης με την Ιταλία και το εμπόριο με την υπόλοιπη Ευρώπη, η τονική επανάσταση είχε κάνει τη θριαμβευτική της εμφάνιση με τη μορφή των καντάδων…



Όμως τότε έφτασαν οι μετανάστες από τη Μικρά Ασία, φέρνοντας μαζί τους μια μουσική που κατά βάση ήταν τουρκική…



Την ίδια εποχή, η μπουρζουαζία επηρεαζόταν από την τονική, ευρωπαϊκή μουσική. Στη Σύρο, την Πάτρα και τη Σμύρνη υπήρχε ήδη λυρική σκηνή, μουσικές επιθεωρήσεις και οπερέτες, που είχαν έρθει από την Ευρώπη μέσω των εμπόρων. Όλη η μπουρζουαζία σιγομουρμούριζε τους σκοπούς της ιταλικής όπερας.



Όμως ο απλός λαός αγαπούσε και τραγουδούσε την τούρκικη μουσική, με τούρκικα λόγια και τα ρεμπέτικα με λόγια ελληνικά, επειδή αυτές οι αργές μελωδίες ταίριαζαν περισσότερο με τις πικρές τους εμπειρίες στη ζωή. Τα μουσικά όργανα των ρεμπετών ήταν το μπουζούκι κι ο μπαγλαμάς (ο τελευταίος επειδή ήταν μικρός κι ήταν εύκολο να μεταφερθεί κρυμμένος), κι αυτά ήταν όργανα που παιζόντουσαν στις φυλακές.



Εκείνοι οι άνθρωποι, με τις μεγάλες ευαισθησίες, ζώντας στις πόλεις δεν μπορούσαν να εκφράσουν τη διάθεσή τους με τις σερενάτες των νησιών, ούτε με την εισαγόμενη ευρωπαϊκή μουσική, ούτε με την παραδοσιακή μουσική, ούτε με τους βυζαντινούς ύμνους και την εκκλησιαστική μουσική. Όμως τα συναισθήματά τους μπορούσαν να εκφραστούν πλήρως με τα ρεμπέτικα και το μπουζούκι…



Ο Μάρκος Βαμβακάρης και οι μάγκες



Ανεξάρτητα από την κοινωνιολογία, το κοινωνικό σκηνικό του ρεμπέτικου συνοψίζεται καλύτερα στη φιγούρα του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Λύσανδρος Πιθάρας αναφέρει:



Το 1930 ήταν η χρυσή χρονιά του ρεμπέτικου και ο βίος και η πολιτεία του ίσως πιο γνωστού συνθέτη του, του Μάρκου Βαμβακάρη, δίνει το στίγμα εκείνης της εποχής. Ο Βαμβακάρης είχε γεννηθεί στη Σύρο το 1905. Στην ηλικία των οχτώ είχε ήδη βαρεθεί τη δουλειά στα εργοστάσια, και ως τα δώδεκά του είχε ήδη φυλακιστεί για λαθραίο εμπόριο. Το 1920, όταν ήταν μόνο δεκαπέντε, ο Μάρκος το έσκασε μ’ ένα καράβι για τον Πειραιά και ξεκίνησε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή του.



Με το που έφτασε βρήκε δουλειά στη φόρτωση του κάρβουνου, αλλά γρήγορα ανακάλυψε τον υπόκοσμο αυτής της σκληρής πόλης. Οι μικροκακοποιοί και τα κλεφτρόνια του λιμανιού έγιναν γρήγορα φίλοι του και μέχρι το τέλος της εφηβείας του η σύντροφος του Μάρκου ήταν μια μεγαλύτερη σε ηλικία πόρνη κι η ζωή του περνούσε μέσα στους τεκέδες (τα χασισοποτεία).



Ο Μάρκος είχε δυο μεγάλες αγάπες στη ζωή του – το χασίς και το μπουζούκι. Δεν πέρασε καιρός πριν αρχίσει να γίνεται γνωστός ως μάγκας. Η κουλτούρα του μάγκα ήταν τόσο του υποκόσμου που ακόμα κι οι Έλληνες διαφωνούσαν μαζί τους. Γενικά ήταν ύποπτοι χαρακτήρες που ζούσαν στα όρια του νόμου. Πολλοί απ’ αυτούς μιλούσαν τη δική τους διάλεκτο του δρόμου (τα κουτσαβάκικα) και φορούσαν φανταχτερά ρούχα (καπέλα, γκέτες κοστούμια). Ήταν μπλεγμένοι στα μικροεγκλήματα των γκέτο, και πάντα κουβαλούσαν μαζί τους μαχαίρι. Αυτοί ήταν οι χαρακτήρες πίσω από τα πιο περιθωριακά θέματα των ρεμπέτικων: τα τραγούδια για τις κλοπές, τη φυλακή και τα παρόμοια.



Μέχρι το 1933 ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε κερδίσει την εκτίμησή τους με τη μουσική του. Είχε κάνει ομάδα με δυο μικρασιάτες πρόσφυγες, τον Στράτο και τον Αρτέμη, και μ’ έναν τέταρτο μάγκα μουσικό, γνωστό ως Μπάτη. Ήταν η πιο δημοφιλής ρεμπέτικη μπάντα και κατέκτησαν σχεδόν όλη την Αθήνα με τραγούδια όπως το Είμαι αλανιάρης…



Είμαι αλανιάρης,

Στους δρόμους και γυρίζω

Κι απ’ την πολλή μαστούρα μου

Κανένα δε γνωρίζω.

(Μάρκος Βαμβακάρης, Αλανιάρης, 1935)



Όμως η ζωή ήταν σκληρή για τους μάγκες. Ο αδελφός του Μάρκου, για παράδειγμα, πέθανε από υπερβολική δόση στις αρχές του 1930. Ο δεύτερος αδελφός του έγινε μαχαιροβγάλτης κακοποιός και περνούσε τον περισσότερο καιρό του στη φυλακή. Ο Αρτέμης πέθανε επίσης το 1943 από υπερβολική δόση, γεγονός που είχε προφητέψει στο πιο γνωστό ρεμπέτικο χασικλίδικο τραγούδι, Το παράπονο του πρεζάκια:



Απ’ τον καιρό πού άρχισα την πρέζα να φουμάρω

Ο κόσμος μ’ απαρνήθηκε, δεν ξέρω τι να κάνω.

Απ’ τις μυτιές πού τράβαγα άρχισα και βελόνι

Και το κορμί μου άρχισε σιγά-σιγά να λιώνει.

(Κωστής, Από τότε που άρχισα, 1910, ηχογραφημένο ξανά από τον Α. Δελιά το 1934)









Η κοινωνική αποδοχή του ρεμπέτικου



Τα ρεμπέτικα πέρασαν τις δυσκολίες τους. Σαν μουσική φόρμα απαγορεύτηκαν από τη δικτατορία του Μεταξά το 1936. Οι ρεμπέτες μουσικοί έγιναν στόχος συλλήψεων και κακομεταχειρίσεως από τις αρχές. Στους τεκέδες γίνονταν συχνά επιδρομές, κι αν έπιαναν τον κόσμο να τραγουδά ρεμπέτικα (ή να παίζουν μπουζούκι), τους θεωρούσαν αυτομάτως χασικλήδες και τους έστελναν εξορία.



Και το κάπνισμα του χασίς έπαιζε μεγάλο ρόλο στη ρεμπέτικη κουλτούρα. Στην οθωμανική αυτοκρατορία το χασίς ήταν ελεύθερο παντού και το κάπνιζαν στα καφενεία. Στην Ελλάδα επίσης, για κάποια χρονική περίοδο, ο κόσμος μπορούσε να το καπνίζει ελεύθερα. Τα χασισοποτεία ήταν γνωστά ως τεκέδες – από την τούρκικη λέξη τεκέ, που σημαίνει το σχολείο των δερβίσηδων – και οι ρεμπέτες που επισκέπτονταν συχνά τους τεκέδες αποκαλούσαν μερικές φορές τους εαυτούς τους «δερβίσηδες».



Το χασίς δεν κόστιζε ουσιαστικά τίποτα κι ήταν ο τρόπος των φτωχών ανθρώπων να ξεχνούν τα προβλήματα της ζωής τους. Υπάρχουν άφθονα τραγούδια που υμνούν το κάπνισμα του χασίς (μάλιστα δυο δανοί ρεμπετολόγοι έχουν γεμίσει ολόκληρο βιβλίο μ’ αυτά και μια γαλλική εταιρεία πρόσφατα ηχογράφησε δίσκο με χασικλίδικα τραγούδια). Πάντως, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισαν να εξαφανίζονται. Στη διάρκεια της γερμανοναζιστικής κατοχής της Ελλάδας δεν γίνονταν πια ηχογραφήσεις ρεμπέτικων – αν κι αυτό δε σημαίνει πως τα κομμάτια δεν τραγουδιόντουσαν πια.



Ο Βασίλης Τσιτσάνης, μια μεγάλη μορφή του ρεμπέτικου, φαίνεται πως τραγουδούσε χασικλίδικα ρεμπέτικα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, αυτά όμως μπόρεσαν να ηχογραφηθούν μόνο μετά το 1946, όταν ξανάνοιξαν οι εταιρείες δίσκων στην Ελλάδα. Τότε, το 1947, επανήλθε η λογοκρισία, και τα κομμάτια που μιλούσαν για ναρκωτικά απαγορεύτηκαν ξανά. Αυτή η λογοκρισία ισχύει ακόμα και σήμερα – ο νόμος δεν ανακλήθηκε ποτέ, και στη θεωρία, οι στίχοι και η μουσική όλων των ηχογραφήσεων θα πρέπει να υποβάλλονται στο γραφείο λογοκρισίας (αν και στο παρόν ο νόμος αυτός δεν επιβάλλεται). Τα ρεμπέτικα γνώρισαν πλήγμα και από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, για παράδειγμα από τον Νίκο Ζαχαριάδη, ο οποίος τα περιέγραψε σα τη μουσική «των μαχαιροβγαλτών και της παρακμής».



Το πρώτο σημάδι κοινωνικής αποδοχής του ρεμπέτικου ήρθε το 1948, καταμεσής του εμφυλίου πολέμου που μάστιζε τότε την Ελλάδα. Ένας από τους κυριότερους μοντέρνους συνθέτες της χώρας, ο Μάνος Χατζιδάκις, έβγαλε λόγο σε ένα συνέδριο, όπου υπερασπιζόταν το ρεμπέτικο και ισχυριζόταν πως ήταν ουσιώδες μέρος της ελληνικής μουσικής παράδοσης. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η ελίτ της κουλτούρας το έβλεπε σα τη μουσική των περιθωριακών εγκληματιών, που τραγουδιόταν και χορευόταν στις φυλακές και τους τεκέδες, και το συνδύαζε με τα ναρκωτικά, τη βία και την πορνεία. Ο Χατζιδάκις, μολονότι συντηρητικός, το θεωρούσε σαν αυθεντική μουσική του λαού, μια μορφή τέχνης ύψιστης μουσικής ποιότητας και ήθους. Υπέδειξε επίσης πως το ρεμπέτικο ένωνε όλες τις τάξεις των Ελλήνων, και μάλιστα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ελλάδας. Ήταν – κι εκείνη η χρονική στιγμή ήταν τρομερά φορτισμένη από τον εμφύλιο πόλεμο – μια ενοποιητική δύναμη για όλους τους Έλληνες.



Πολύ σύντομα, μετά το τέλος του εμφυλίου, το ρεμπέτικο «ανακαλύφθηκε». Βγήκε από το περιθώριο του υποκόσμου και μπήκε στα νυχτερινά μαγαζιά στα οποία σύχναζαν οι πλούσιοι. Και σ’ αυτό το σημείο ο χαρακτήρας της μουσικής άλλαξε. Το μπουζούκι έγινε ηλεκτρικό, όλα έγιναν ηλεκτρικά, και οι καλλιτέχνες άρχισαν να παίζουν για την υψηλή μπουρζουαζία. Το ρεμπέτικο έγινε μόδα. Και μόνο να δει κανείς τον Γιώργο Ζαμπέτα να παίζει για την οικογένεια Κένεντι και τον Αριστοτέλη Ωνάση φτάνει για να καταλάβει πόσο είχε απομακρυνθεί το ρεμπέτικο από τις ταπεινές του ρίζες. Η μουσική άρχισε να εμπορευματοποιείται – πλαισιωμένη με βαριές ορχήστρες και βαρετούς στίχους – ειδικά με τη μαζική παραγωγή των δίσκων γραμμοφώνου μεγάλης διάρκειας στην Ελλάδα μετά το 1955. Τα τραγούδια έχασαν το χρώμα τους, έχασαν τον πόνο, τη δριμύτητα των συναισθημάτων. Και τα μέρη στα οποία παιζόταν το ρεμπέτικο, ήταν από τα πιο ακριβά μαγαζιά της Ελλάδας.



Η Σμύρνη



Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να επιστρέψουμε κάπου εκατό χρόνια πίσω, για να δούμε τι είχε συμβεί στη μουσική της Σμύρνης. Για τους Έλληνες, η Σμύρνη ήταν μια μικρή Ελλάδα, και την ένιωθαν σα μέρος της πατρίδας. Ήταν πλούσιο εμπορικό μέρος, μεγάλο λιμάνι και διέθετε εύφορη ενδοχώρα. Επίσης διέθετε μουσική άνθηση που είχε γίνει αντιληπτή από τους ταξιδιώτες ακόμα και τριακόσια χρόνια νωρίτερα. Ο Γάλλος Τζόζεφ Τουρνεφόρτ σχολίαζε το 1702:

«Οι ταβέρνες (στη Σμύρνη) είναι ανοιχτές όλη τη μέρα και τη νύχτα. Παίζουν μουσική, τρώνε καλό φαγητό και χορεύουν σε ευρωπαϊκούς, ελληνικούς και τούρκικους ρυθμούς…»



Ένας άλλος Γάλλος, ο Μπάρτολντι, παρατηρεί:

«Για τον Έλληνα, κάθε στιγμή της μέρας είναι κατάλληλη για χορό. Οι ταβέρνες στη Σμύρνη και στα υπόλοιπα λιμάνια είναι μονίμως γεμάτες από άντρες που πίνουν, χορεύουν και τραγουδούν. Ακόμα και στα καταστρώματα των πλοίων τους βρίσκουν χώρο για λίγο χορό…»



Και το 1878, ο μουσικολόγος Μπουργκάλτ-Ντιούκουντρεϊ γράφει:

«Η Σμύρνη είναι μια μουσική πόλη. Πουθενά αλλού δεν έχω δει τόσα μουσικά όργανα».



Στα κομψά σαλόνια τραγουδούσαν τις ρομάντσες (ισπανικοί ρυθμοί) με τη συνοδεία πιάνου. Ο λαός είχε τα καφέ–αμάν, ή αλλιώς μουσικά καφέ, εκεί όπου σύχναζαν οι νταήδες, όπως περιγράφει κάποιος σμυρνιός ποιητής του οποίου το όνομα δεν έχει διασωθεί ως τις μέρες μας:



«Είμαι νταής κι όταν χορεύω το χασάπικο, το μπάλο, τον καρσιλαμά και το τσιφτετέλι, με το γλυκό βιολί του Γιοβανάκη, όλη η Σμύρνη με καμαρώνει.

Είμαι νταής και το ούζο είναι ο θεός μου… Περνάω καλά, χορεύω πίνω και μεθώ, με τα σαντούρια τα βιολιά και τα ταμπούρλα».



Αυτό που είναι σημαντικό σ’ όλα αυτά είναι πως η μουσική ζωή της Σμύρνης ήταν συγχρόνως για την υψηλή και για την παρακατιανή κοινωνία, ήταν τόσο ιταλόφιλη όσο και τουρκόφιλη, τόσο ανατολίτικη όσο και δυτική, κι όταν οι Έλληνες εκδιώχθηκαν απ’ την πόλη τους, έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα κι όλη τους τη μουσική κουλτούρα.



Οι μουσικοί που έφτασαν σαν πρόσφυγες δεν ήταν ερασιτέχνες, ούτε μουσικοί του δρόμου. Οι μουσικοί, όπως κι οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες, ήταν σε σύγκριση με τους Έλληνες της πατρίδας που τους φιλοξενούσε, εξαιρετικά σοφιστικέ: πολλοί είχαν μεγάλη μόρφωση, ήξεραν να διαβάζουν και να συνθέτουν μουσική, και είχαν οργανωθεί σε συνδικάτα στις πόλεις της Μικράς Ασίας. Θα πρέπει να τους ήταν πολύ δύσκολο να ζουν στο περιθώριο μιας καινούριας κοινωνίας, μέσα στη φτώχια και τον ξεπεσμό. Οι περισσότεροι είχαν χάσει όλο το βιος τους στη βιαστική φυγή τους, και πολλοί από την ενδοχώρα της Ανατολίας ήξεραν να μιλούν μόνο τουρκικά. Στην απόγνωσή τους αναζητούσαν παρηγοριά σε κάποιο οθωμανικό θεσμό: τους τεκέδες και τα χασισοποτεία.



Τραγουδιστές και συνθέτες του ρεμπέτικου



Η αυθεντική ρεμπέτικη μουσική προήλθε, όπως είπαμε, από τη Μικρά Ασία, και διέθετε ισχυρά τούρκικα χαρακτηριστικά.



Εδώ μιλάμε για μια ξεχωριστή πρώτη γενιά τραγουδιστών και συνθετών του ρεμπέτικου, οι περισσότεροι των οποίων είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία: ο Παναγιώτης Τούντας, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Ευάγγελος Παπάζογλου, ο Γιάννης Δραγάτσης, ο Κώστας Καρίπης, κι ο Σπύρος Περιστέρης, όλοι τους γεννημένοι ανάμεσα στα 1880 και τα 1895. Μέχρι το 1920 υπήρχαν δυο ξεχωριστές «σχολές» του ρεμπέτικου. Η πρώτη ήταν η Σχολή της Σμύρνης –με τραγούδια που ξεχώριζαν για τις ανατολίτικες μελωδίες τους, και τα τραγουδούσαν συχνά γυναίκες, όπως η Ρόζα Εσκενάζυ (απεβ. 1981) και η Ρίτα Αμπατζή (απεβ. 1969). Τους συνόδευε μια μικρή, τούρκικου στυλ, μπάντα που έπαιζε βιολί, σαντούρι και ούτι (λαγούτο). Τα τραγούδια, συνήθως θρηνητικά, ήταν γνωστά σαν αμανέδες, από τις χαρακτηριστικές, τελετουργικές λέξεις του ρεφραίν: αμάν–αμάν, οι οποίες επαναλαμβάνονταν ανάμεσα στους στίχους, συχνά για να δοθεί στον τραγουδιστή χρόνος ώστε ν’ αυτοσχεδιάσει τον επόμενο στίχο. Αυτό το στυλ συναντάται ακόμα και σήμερα στη μουσική ράι της Αλγερίας. Το μέγεθος του πάθους που χαρακτηρίζει μερικά απ’ αυτά τα σμυρνέικα τραγούδια, είναι στ’ αλήθεια σπαρακτικό.



Στην περίοδο 1900-1930, αυτές οι γυναίκες τραγουδούσαν στην ίδια τη Σμύρνη, στο λιμάνι της πόλης του Βόλου, και στην πρώην οθωμανική και έντονα εβραϊκή πόλη της Θεσσαλονίκης (σταυροδρόμι διαφορετικών πολιτισμών, και μεγάλο εμπορικό λιμάνι που εξυπηρετούσε τη βαλκανική ενδοχώρα. Τραγουδούσαν στα καφέ–αμάν, με την τραγουδίστρια και τη μπάντα να πιάνουν μόνο έναν μικρό χώρο της σκηνής, εκεί όπου πήγαιναν οι ρεμπέτες για να χορέψουν.



Η Σχολή του Πειραιά από την άλλη, βασισμένη στο εξελισσόμενο αστικό λιμάνι που εξυπηρετούσε την Αθήνα, ήταν πολύ διαφορετική. Εκεί τα όργανα ήταν μπουζούκι και μπαγλαμάς. Η μουσική ήταν περισσότερο χορευτική – βασισμένη στο χασάπικο και το ζεϊμπέκικο, παρά στο ανατολίτικο τσιφτετέλι. Κι οι φωνές ήταν πιο άγριες, πιο βαθιές και συνηθέστερα τραγουδούσαν άντρες.



Η χαρακτηριστική αλλαγή έγινε με την εισαγωγή του δυτικού τονικού συστήματος στη μουσική. Τώρα οι δυτικές μείζονες και ελάσσονες κλίμακες είχαν μπει στη ρεμπέτικη μουσική. Η φιγούρα κλειδί σ’ αυτή την αλλαγή ήταν ο μεγάλος μπουζουξής Μάρκος Βαμβακάρης, γεννημένος στη Σύρο. Ο Βαμβακάρης, ο συνθέτης του γνωστού ρεμπέτικου τραγουδιού Φραγκοσυριανή, ίδρυσε το διάσημο Πειραιώτικο Κουαρτέτο του το 1930 και επηρέασε όλη τη μεταγενέστερη γενιά των τραγουδιστών και συνθετών του ρεμπέτικου. Ο κύριος σύντροφός του εκείνη την περίοδο ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο συνθέτης του Άσε με, άσε με…



Σε χρονικούς όρους, η δεύτερη γενιά (που προερχόταν από διάφορες περιοχές της εκτεταμένης ελληνικής κοινότητας και είχαν όλοι γεννηθεί ανάμεσα στα 1920 και 1925), περιλάμβανε τον ίδιο το Βαμβακάρη, το Δημήτρη Γκόγκο, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Κώστα Καπλάνη, το Γιώργο Μητσοτάκη, το Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Σταύρο Τζουανάκο, το Βασίλη Τσιτσάνη, τον Απόστολο Χατζηχρίστο, το Μανώλη Χιώτη, τον Στέλιο Χρυσίνη, και το Γιώργο Ζαμπέτα. Κάποιοι απ’ αυτούς είχαν ισχυρή μουσική εκπαίδευση και δεν είχαν καμία διάθεση ν’ αναμιχθούν με τις παλαιότερες, υποβαθμισμένες παραδόσεις του ρεμπέτικου – τις φυλακές, τα ναρκωτικά κλπ.



Στα 1940 υπήρξε μια σχετική ανάκαμψη του ρεμπέτικου, κυρίως υπό την αιγίδα του Μανώλη Χιώτη και του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Χιώτης πρόσθεσε δυο χορδές στο μπουζούκι, επεκτείνοντας έτσι τις δυνατότητές του για μουσικές δεξιοτεχνίες. Ο Τσιτσάνης απομάκρυνε τους στίχους από τα παραδοσιακά μοτίβα των ναρκωτικών και της φυλακής και εισήγαγε αισθηματικά και κοινωνικά θέματα. Επίσης, αντιλήφθηκε τη σπουδαιότητα της ανάμιξης των τραγουδιστριών στη Σχολή του Πειραιά – ιδιαίτερα τις υπέροχες φωνές της Σωτηρίας Μπέλλου και της Μαρίκας Νίνου.



Ο Β΄ Παγκόσμιος, η γερμανική κατοχή και ακολούθως ο εμφύλιος πόλεμος της Ελλάδας (1946-1949) έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη δημοτικότητα του ρεμπέτικου αφού τα τραγούδια έδειχναν να περιέχουν κάτι από την εθνική ελληνική ταυτότητα σε καιρούς δύσκολους, καιρούς καταστολής και λογοκρισίας. Δεν είναι τυχαίο που οι κλασσικοί συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης χρησιμοποίησαν αυτή τη μουσική σαν δομικό στοιχείο της δημιουργικής τους παραγωγής. Ο ίδιος ο Θεοδωράκης εξηγεί:



Στη διάρκεια των χρόνων της εξορίας, πρώτα στην Ικαρία κι έπειτα στη Μακρόνησο, τ’ απογεύματα τραγουδούσαμε ρεμπέτικα, κι οι Πειραιώτες μας μάθαιναν να χορεύουμε χασάπικο και ζεϊμπέκικο στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Σε μια σκηνή στη Μακρόνησο είχε το ντεμπούτο της η πρώτη μου συμφωνία, με μια ορχήστρα από βιολιά και μαντολίνα – στη «Σκηνή των Στρατηγών», όπου κρατούνταν οι Στρατηγοί του ΕΛΑΣ. Θυμάμαι πως κάποιος διαμαρτυρήθηκε, επειδή ο Στρατηγός Σαράφης, αντί να τραγουδά τα επαναστατικά μας τραγούδια, είχε τρελαθεί με τα ρεμπέτικα! Στην Ικαρία ζήτησα από τους συναγωνιστές να μου τραγουδήσουν ρεμπέτικα τραγούδια κι έγραψα τις νότες. Έγραφα, τραγουδούσα και χόρευα. Έτσι συγκέντρωσα περίπου ογδόντα τραγούδια. Κι έπειτα, όταν οι «Συνταγματάρχες της Χούντας» με έστειλαν εξορία στον Ωρωπό, το 1967, προσπάθησα να περάσω αρμονία στα ρεμπέτικα τραγούδια και να τα μεταφέρω σε τονικό ρυθμό…

Σ’ αυτά τα πολύ δύσκολα χρόνια του 1947-1949, τα φριχτά χρόνια του εμφυλίου πολέμου, τόσο γεμάτα από μίσος και θάνατο, πίστευα πως τα λαϊκά κομμάτια – που τα είχε ανακαλύψει ο κόσμος, τα τραγουδούσαν φανερά τόσο οι στρατιώτες της κυβέρνησης όσο και οι επαναστάτες κομμουνιστές, και που τα τραγουδούσαν και στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είχαν μια θεμελιώδη σημασία για την πνευματική ισορροπία αυτού του κόσμου. Ήταν το στοιχείο που μας ένωνε.

Ηχογραφήσεις
Κανένας απολογισμός του ρεμπέτικου δε θα ήταν πλήρης, χωρίς τη δισκογραφία που είναι διαθέσιμη. Έχει γίνει πολύ καλή δουλειά στο Διαδίκτυο, και θα παραπέμψω τον αναγνώστη και στην ιστοσελίδα μου, Ινστιτούτο Ρεμπετολογίας, για περαιτέρω αναφορές. Εδώ, παρ’ όλα αυτά, θα κάνουμε μια μικρή, χρήσιμη περίληψη, και πάλι βασισμένοι στον Λύσανδρο Πιθάρα:
- Για τα ανατολίτικα ρεμπέτικα του ‘30 ακούστε τη Ρόζα Εσκενάζυ και τη Ρίτα Αμπατζή, τα δίδυμα αστέρια εκείνης της περιόδου. Οι εξαίσιες φωνές τους έχουν μείνει στην ιστορία για τους αμανέδες που τραγούδησαν.
- Για τη μουσική της Σχολής του Πειραιά ψάξτε τις ατέλειωτες συλλογές του Βαμβακάρη που είναι διαθέσιμες σήμερα. Αυτά τα χειμαρρώδη, τραχιά μπλουζ κομμάτια θεωρούνται η καλύτερη περίοδος του ρεμπέτικου, και υπάρχουν πλέον αναρίθμητες συλλογές αυτού του μεγάλου μουσικού της Σχολής του Πειραιά.
- Για τις δεκαετίες του 40 και του 50 ψάξτε τη μουσική της Σωτηρίας Μπέλλου και της Μαρίκας Νίνου. Στη ζωή της τελευταίας βασίστηκε και το διάσημο φιλμ «Το Ρεμπέτικο». (Σ.τ.Μ. σκηνοθετημένο από τον Κώστα Φέρρη). Το όνομα Βασίλης Τσιτσάνης εμφανίζεται συχνά δίπλα στα ονόματα της Μπέλλου και της Νίνου. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες κι ερμηνευτές της εποχής της παρακμής του ρεμπέτικου, μαζί με τον Παπαϊωάννου, έναν καβγατζή και είρωνα συνθέτη, γνωστό για τις διάσημες, λυρικές του μελωδίες απίστευτης χάρης.

- Για την περίοδο της ανάκαμψής του αγοράστε τους δίσκους με τα ρεμπέτικα του Γιώργου Νταλάρα. Ακούστε επίσης και την Ελευθερία Αρβανιτάκη, την καλύτερη τραγουδίστρια ανάμεσα στους αναβιωτές του ρεμπέτικου.

kithara.gr
Διαβάστε περισσότερα »"Η ιστορία του ρεμπέτικου"

35 παιδάκια του ΠΙΚΠΑ Πεντέλης χρειάζονται παπούτσια και ρούχα.



35 παιδάκια του ΠΙΚΠΑ Πεντέλης χρειάζονται παπούτσια και ρούχα.

ΜΗ ΓΥΡΝΑΤΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ...ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ.
35 παιδάκια από 4 μηνών έως 12 ετών στο ΠΙΚΠΑ Πεντέληs, για υιοθεσία, ζητούν παπούτσια και ρούχα, δείτε τι χρειάζονται ακριβώς στη λίστα.
ΑΝΑΡΡΩΤΗΡΙΟ ΠΕΝΤΕΛΗΣ - ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑΑ/Α Όνομα Ηλικία Νο Παπουτσιού
1. Πέτρος 20 μηνών No 21
2. Βιβή 3,5 ετών No 25
3. Χάρης 2 ετών No 23
4. Νίκος 12 μηνών Νο 20
5. Ραφαήλ 1,5 ετών No 19
6. Παναγιώτης 1,5 ετών No 20
7. Έλλη 2 ετών No 22
8. Νίκος 12 μηνών Νο 18
9. Μυρτώ 2 ετών No 21
10. Αναστασία 2 ετών No 22
11. Γιώργος 8,5 ετών Νο 36
12. Σήφης 6 ετών Νο 30
13. Βαγγέλης 7 ετών Νο 31
14. Αποστόλης 4,5 ετών Νο 24
15. Αλεξάνδρα 9 ετών Νο 29-30
16. Χριστίνα 5,5 ετών Νο 24
17. Σωτήρης 5,5 ετών Νο 30-31
18. Νικόλαος 3 ετών Νο 23
19. Ρεβέκκα 2 ετών Νο 23
20. Αντώνης 2,5 ετών Νο 23
21. Αλέξανδρος 12 ετών Νο 41
22. Γιάννης 10 μηνών
23. Ανδριάννα 11 μηνών
24. Στέλλα-Ρόζα 7 μηνών
25. Ηλίας 11 μηνών
26. Νάντια 9 μηνών

27. Μαρίνος 9 μηνών
28. άρρεν 4 μηνών
29. άρρεν 4 μηνών
30. άρρεν 4 μηνών
31. άρρεν 5 μηνών
32. άρρεν 7 μηνών
33. άρρεν 7 μηνών
34. άρρεν 11 μηνών
35. θήλυ 11 μηνών
ΜΟΝΑΔΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ «ΑΝΑΡΡΩΤΗΡΙΟ ΠΕΝΤΕΛΗΣ» ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΔΩΡΕΕΣ.
ΑΦΡΟΛΟΥΤΡΑ ΚΑΙ ΣΑΜΠΟΥΑΝ ΓΙΑ ΒΡΕΦΗ, ΝΗΠΙΑ, ΠΑΙΔΙΑ
ΤΟΣΤΙΕΡΑ
ΣΕΝΤΟΝΙΑ ΜΕ ΛΑΣΤΙΧΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΟΥΝΙΕΣ
ΣΕΝΤΟΝΙΑ ΜΕ ΛΑΣΤΙΧΟ και ΧΩΡΙΣ (ΠΑΙΔΙΚΑ - ΜΟΝΑ)
ΠΑΠΛΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΜΟΝΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ
ΠΑΠΛΩΜΑΤΑ - ΠΑΠΛΩΜΑΤΟΘΗΚΕΣ ΓΙΑ ΚΟΥΝΙΕΣ
ΠΕΤΣΕΤΕΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΠΑΝΙΟΥ
ΠΙΚΕ ΚΟΥΒΕΡΤΕΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΚΟΥΝΙΕΣ
ΦΟΡΜΕΣ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΑΠΟ 6 ΜΗΝΩΝ ΕΩΣ 12 ΕΤΩΝ
ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ (Νο 20 - 33)
ΚΑΛΤΣΕΣ ΑΠΟ 6 ΜΗΝΩΝ ΕΩΣ 12 ΕΤΩΝ - ΚΑΛΤΣΟΝ
ΚΡΕΜΕΣ ΣΥΓΚΑΜΑΤΟΣ
ΒΑΦΛΙΕΡΑ
ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ DVD
ΡΟΥΧΑ ΕΦΗΒΙΚΑ για αγόρι Νο14-16
ΣΑΛΙΑΡΕΣ
ΜΠΟΛΑΚΙΑ
ΚΟΥΤΑΛΑΚΙΑ
ΠΙΠΙΛΕΣ ΚΑΟΥΤΣΟΥΚ «ΤΡΕΙΣ ΤΡΥΠΕΣ»
ΚΟΥΝΙΕΣ ΨΗΛΕΣ ΓΙΑ ΒΡΕΦΗ
ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΠΙΡΟΥΝΑΚΙΑ Κ ΚΟΥΤΑΛΑΚΙΑ
ΦΩΤΙΣΤΙΚΑ ΠΑΙΔΙΚΑ
ΑΝΤΙΟΛΙΣΘΗΤΙΚΑ ΜΠΑΝΙΟΥ
ΚΟΥΤΙΑ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ -
(ΜΕΓΑΛΑ ΜΠΑΟΥΛΑ)
ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΚΑΛΟΡΙΦΕΡ (30-35 τμ.)
ΧΑΡΤΟΝΙΑ - ΓΡΑΦΙΚΗ ΥΛΗ
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με την υπηρεσία Αναρρωτηρίου (213-2059800 Κα Γουρνάκη Ιωάννα).
Διαβάστε περισσότερα »"35 παιδάκια του ΠΙΚΠΑ Πεντέλης χρειάζονται παπούτσια και ρούχα."

Ψωροκώσται​να: Κι όμως υπήρξε πραγματικό πρόσωπο της Ελληνικής Ιστορίας!



\Το όνομα «Ψωροκώσταινα» το χρησιμοποιούμε σήμερα, όταν θέλουμε να περιγράψουμε την ανέχεια και τη φτώχεια και ειδικότερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε κάποιον ή κάτι ως τον «φτωχό συγγενή» ενός συνόλου, ή με άλλα λόγια τον «τελευταίο τροχό της αμάξης». Στις μέρες μας, συνήθως χρησιμοποιούμε απαξιωτικά αυτή τη λέξη όταν...
πρόκειται να στηλιτευθεί μια κακομοιριά, υποχωρητικότητα, ανοργανωσιά, αδυναμία και φτώχια που κάποιοι θεωρούν ότι χαρακτηρίζει την Ελλάδα της νεότερης ιστορίας.
Όμως, η Ψαροκώσταινα ή Ψωροκώσταινα, ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο της νεοελληνικής ιστορίας και μάλιστα μια ηρωική και αξιέπαινη γυναίκα στα χρόνια της Επανάστασης του 1821.
Όταν το 1821 καταστράφηκε η πόλη των Κυδωνιών, της Μικράς Ασίας, μετά από την αποτυχημένη επαναστατική κίνηση που επιχειρήθηκε, ο πληθυσμός της σφάχτηκε και το σύνολό του εγκατέλειψε την όμορφη πόλη με ντόπια ή ψαριανά καράβια.
Στην χαλασιά αυτή κατάφερε να σωθεί η Πανωραία Χατζηκώστα, μια όμορφη αρχόντισσα με μεγάλη περιουσία.
Κατά αγαθή συγκυρία ένας ναύτης τη βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασαν σ’ ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά.
Τόσο τον άντρα της, τον Κώστα Αϊβαλιώτη, που ήταν πλούσιος έμπορος, όσο και τα παιδιά της, τους έσφαξαν μπρος τα μάτια της οι Τούρκοι.
Στα Ψαρά λοιπόν, όπου βρέθηκε (γι’ αυτό ονομάστηκε Ψαροκώσταινα) πάμφτωχη και ολομόναχη, οι συντοπίτες της και κυρίως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος (δάσκαλος της Ακαδημίας των Κυδωνιών) την βοήθησαν και την προστάτεψαν.
Η Πανωραία σύντομα άφησε τα Ψαρά και φθάνει στην τότε πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο.
Εκεί την ακολούθησε κι εγκαταστάθηκε και ο Βενιαμίν ο Λέσβιος.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, αφού ζούσε από τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε στον δάσκαλο και φιλόσοφο Βενιαμίν Λέσβιο, ο οποίος παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει.
Τον Αύγουστο του 1824 όμως, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος πέθανε από τύφο. Από τότε για την Πανώρια άρχισε ένας δυσβάστακτος αγώνας επιβίωσης.
Μόνη και άγνωστη, βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας την αχθοφόρο, πότε την πλύστρα και πότε χάρη στην ελεημοσύνη όσων την συμπονούσαν.
Την περίοδο εκείνη η Επανάσταση δοκιμαζόταν από την επέλαση του Ιμπραήμ, ο οποίος εκτός από τις άλλες καταστροφές άφηνε στο πέρασμά του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνονταν στο Ναύπλιο.
Παρά τα προβλήματά της, η Πανώρια ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε.
Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και την φώναζαν Ψωροκώσταινα.
Το 1826 έγινε έρανος στο Ναύπλιο για να βοηθήσουν το μαχόμενο Μεσολόγγι.
Έτσι μια Κυριακή, στήθηκε στη κεντρική πλατεία ένα τραπέζι και οι υπεύθυνοι του εράνου ζητούσαν από τους καταστραμμένους, πεινασμένους και χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τους μαχητές και τους αποκλεισμένους του Μεσολογγίου.
Αλλά λόγω της φτώχιας και της εξαθλίωσης κανείς δεν πλησίαζε το τραπέζι.
Όλων τα σπίτια δύσκολα τα έφερναν πέρα. Τότε η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, η Πανωραία, έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της και ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της και τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής, λέγοντας «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο Μεσολόγγι».
Ύστερα απ’ αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε.
Άρχισαν να αποθέτουν στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η εξέλιξη της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή απαθανατίστηκε «επίσημα» πλέον, με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα».
Η πλύστρα Πανωραία όμως, δεν έδινε μόνο μαθήματα πατριωτισμού, αλλά και ανθρωπιάς, καθώς το ελάχιστο εισόδημά της το μοιραζόταν με ορφανά παιδιά αγωνιστών.
Όταν μάλιστα ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο, προσφέρθηκε – γριά πια και με σαλεμένο τον νου από τον πόνο και τις στερήσεις – να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά αμοιβή.
Και εκεί που άρχισε να χαίρεται για τα «παιδιά της» που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μόλις μήνες μετά τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανώρια πέθανε.
Οι επίσημοι δεν την τίμησαν.
Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, τα οποία μέσα σε λυγμούς την συνόδευσαν ως την τελευταία της κατοικία.
Για το πώς η Ψωροκώσταινα έγινε «σύμβολο» υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, η οποία μάλλον οφείλεται στην αγάπη που έτρεφε ο απλός κόσμος για την Πανώρια.
Σύμφωνα με αυτήν, η Ψωροκώσταινα, όπως την έλεγαν λόγω της φτώχειας της, ήταν σύζυγος αγωνιστή. Δεν είχε καμία βοήθεια από πουθενά και ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου.
Κάποια στιγμή την είδε ο Καποδίστριας και της έδωσε κάτι. Τότε εκείνη, κατανοώντας το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, έδωσε στον κυβερνήτη όσα χρήματα είχε συγκεντρώσει.
Ο Καποδίστριας συγκινήθηκε από τη χειρονομία και έδωσε εντολή να συνταξιοδοτηθεί.
Γιατί όμως έγινε πανελλήνια γνωστό το παρατσούκλι της Πανωραίας;
Στην εποχή του Καποδίστρια σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος παρομοίασε το Ελληνικό Δημόσιο με την Ψωροκώσταινα.
Ο συσχετισμός «άρεσε» και κάθε φορά που αναφερόντουσαν στο θέμα του Δημοσίου το ονόμαζαν «Ψωροκώσταινα».
Λίγο αργότερα όταν ανέλαβαν την εξουσία οι Βαυαροί και διέλυσαν τα άτακτα στρατιωτικά τμήματα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, η φράση «τι να περιμένει κανείς από την Ψωροκώσταινα;» πέρασε στην ιστορία.
Οι αγωνιστές αποκαλούσαν την αντιβασιλεία ειρωνικά «Ψωροκώσταινα» και οι Βαυαροί από την πλευρά τους όταν ήθελαν να απαντήσουν σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν έλεγαν περιφρονητικά: «Όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν».
Το παρατσούκλι το οποίο απέδιδε την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας, από τότε και έως τις ημέρες μας αναφέρεται συχνά.
Μάλιστα το 1942, κατά τη συνεδρίαση της πρώτης Βουλής κάποιος βουλευτής χαρακτήρισε και πάλι την Ελλάδα Ψωροκώσταινα.
Όλοι είχαν αποδεχθεί πλέον τον χαρακτηρισμό.
Έναν περιφρονητικό χαρακτηρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός και στη σημερινή πολιτική ορολογία.
Διαβάστε περισσότερα »"Ψωροκώσται​να: Κι όμως υπήρξε πραγματικό πρόσωπο της Ελληνικής Ιστορίας!"

Kοζάνη: Το έθιμο της «λουκανικοφαγίας»


Την τιμητική του θα έχει το λουκάνικο στο Βελβεντό Κοζάνης, καθώς όσοι βρεθούν στη γραφική αυτή κωμόπολη της Δυτικής Μακεδονίας, στις 18 Ιανουαρίου (ανήμερα του Αγίου Αθανασίου), θα απολαύσουν -εντελώς δωρεάν- γευστικότατα τοπικά λουκάνικα, αλλά και άφθονο κρασί.Ο λόγος, για το έθιμο της «λουκανικοφαγίας», που θα αναβιώσει και φέτος με πρωτοβουλία της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης (ΜΚΟ) «Κοινωνία των Πολιτών του Βελβεντού».
Πρόκειται για ένα «παμπάλαιο» έθιμο, που σχετίζεται με την «οικιακή οικονομία», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της ΜΚΟ «Κοινωνία των Πολιτών του Βελβεντού» και πρώην δήμαρχος, Μανώλης Στεργίου.

Το «ιστορικό» του εθίμου

Αναφερόμενος στο «ιστορικό» του εθίμου, ο κ. Στεργίου είπε ότι ο οικισμός του Βελβεντού ήταν ανέκαθεν αγροτικός. Από συστάσεως του οικισμού τον 15ο αιώνα, σε όλα τα σπίτια υπήρχαν πάντοτε οικόσιτα μικρά ζώα, όπως λίγες κατσίκες και κότες, μια αγελάδα, ένα γουρούνι κ.λπ., που παρείχαν στην κάθε οικογένεια πρώτες ύλες διατροφής, όπως γάλα, κρέας, αυγά…

Τις παραμονές των Χριστουγέννων οι σπιτονοικοκύρηδες έσφαζαν το γουρούνι για να έχουν το απαραίτητο κρέας για τις μέρες των γιορτών, αλλά και για τους χειμωνιάτικους μήνες.

«Ένα μέρος του χοιρινού κρέατος, παραμονές Χριστουγέννων, το έκαναν λουκάνικα, τα οποία, όμως, δεν κατανάλωναν αμέσως, αλλά τα κρεμούσαν σε αυτοσχέδιες κρεμάστρες (τέμπλες) έξω από τα παράθυρα των σπιτιών για να στεγνώσουν, κυρίως στη χειμωνιάτικη παγωνιά. Τα άφηναν εκεί περίπου 25 μέρες στο κρύο.

Τα λουκάνικα αυτά οι κάτοικοι της περιοχής τα δοκίμαζαν για πρώτη φορά στο εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, ανήμερα της γιορτής (18 Ιανουαρίου), όπου πήγαιναν να εκκλησιαστούν και μετά σκορπούσαν στις γραφικές πλαγιές γύρω από το εξωκλήσι, όλοι με τις παρέες τους και διασκέδαζαν, ψήνοντας λουκάνικα και πίνοντας κρασί», τόνισε ο κ. Στεργίου και πρόσθεσε:

Πάντα τη γιορτή αυτή την τιμούσαν και επισκέπτες από τις γύρω περιοχές, που δοκίμαζαν τα λουκάνικα των Βελβεντινών που τους φιλοξενούσαν στις παρέες τους. Τις τελευταίες δεκαετίες, με το άνοιγμα των οδικών προσβάσεων και τελευταία και της Εγνατίας, ο δήμος Βελβεντού οργάνωνε τη γιορτή, προσφέροντας παραδοσιακά λουκάνικα και ντόπιο κρασί σε όλους τους επισκέπτες.
Διαβάστε περισσότερα »"Kοζάνη: Το έθιμο της «λουκανικοφαγίας»"

Συγκλονιστικό το χαμένο βίντεο από την καταστροφή της Σμύρνης



Aλλοι θεωρούν πως είναι ένας απλός συνωστισμός σε λιμάνι. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι αυτό το βίντεο αποτελεί ένα χαμένο και εξαιρετικά πολύτιμο ιστορικής αξίας ντοκουμέντο από την καταστροφή της Σμύρνης.

Ο δημιουργός αυτού του ντοκιμαντέρ είναι ο George Magarian. Γεννήθηκε το 1895. Εργάστηκε ως διευθυντής στο παράρτημα του Ικονίου της ΧΑΝ (Χριστιανική Αδελφότης Νέων) και την χρονική περίοδο των γεγονότων στη Μικρά Ασία το 1922, προσπάθησε με δραστηριότητες να ανακουφίσει τα θύματα της τραγωδίας. Επιπλέον χρησιμοποιώντας μηχανή 35 mm, κινηματογράφησε εικόνες της ανθρωπιστικής καταστροφής, σε Σμύρνη, Αθήνα αλλά και Πειραιά.

Όλοι αγνοούσαν την ύπαρξη αυτού του βίντεο διότι ήταν φυλαγμένο για τουλάχιστον 60 χρόνια στο σπίτι της συζύγου του. Ώσπου το 2008 ο εγγονός του Robert Davidian, "ανακάλυψε" το ντοκουμέντο και το μετέτρεψε σε ψηφιακή μορφή για να το σώσει.

Δείτε το συγκλονιστικό βίντεο…
http://vimeo.com/10069165
Διαβάστε περισσότερα »"Συγκλονιστικό το χαμένο βίντεο από την καταστροφή της Σμύρνης"

ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ : ΑΣ ΞΥΠΝΑΜΕ ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ..
Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον και τονωτικό για το ηθικό μας, αλλά και για να αναλογιστούμε ίσως οτι είναι εξαιρετικά σημαντικό, όποια θέση κι αν κατέχουμε, να αγαπάμε και να καλλιεργούμε αυτή τη γλώσσα στην οποία ίσως και να χρωστάμε όλη μας την ύπαρξη.
Προς το τέλος είναι που αποκτά ενδιαφέρον…Hellenic Quest λέγεται ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικής εκμάθησης της Ελληνικής που το CNN άρχισε να διανέμει παγκοσμίως και προορίζεται σε πρώτο στάδιο για τους αγγλόφωνους και ισπανόφωνους.
Η μέθοδος διδασκαλίας συνίσταται στην προβολή πληροφοριών στην οθόνη του Η/Υ με ταυτόχρονη μετάδοση ήχου και κινούμενης εικόνας..

Το πρόγραμμα παράγεται από τη μεγάλη εταιρία Η/Υ Apple, o Πρόεδρος της οποίας Τζον Σκάλι είπε σχετικά: Αποφασίσαμε να προωθήσουμε το πρόγραμμα εκμάθησης της Ελληνικής, επειδή η κοινωνία μας χρειάζεται ένα εργαλείο που θα της επιτρέψει ν’ αναπτύξει τη δημιουργικότητά της, να εισαγάγει
καινούριες ιδέες και θα της προσφέρει γνώσεις περισσότερες απ’ όσες ο
άνθρωπος μπορούσε ως τώρα να ανακαλύψει.

Με άλλα λόγια, πρόκειται για μιαν εκδήλωση της τάσης για επιστροφή του
παγκόσμιου πολιτισμού στο πνεύμα και τη γλώσσα των Ελλήνων.

Άλλη συναφής εκδήλωση: Οι Άγγλοι επιχειρηματίες προτρέπουν τα ανώτερα
στελέχη να μάθουν Αρχαία Ελληνικά επειδή αυτά περιέχουν μια ξεχωριστή
σημασία για τους τομείς οργανώσεως και διαχειρίσεως επιχειρήσεων.

Σε αυτό το συμπέρασμα ήδη οδηγήθηκαν μετά από διαπιστώσεις Βρετανών ειδικών
ότι η Ελληνική γλώσσα ενισχύει τη λογική και τονώνει τις ηγετικές
ικανότητες.

Γι’ αυτό έχει μεγάλη αξία, όχι μόνο στην πληροφορική και στην υψηλή
τεχνολογία, αλλά και στον τομέα οργανώσεως και διοικήσεως ..


Αυτές οι ιδιότητες της Ελληνικής ώθησαν το Πανεπιστήμιο Ιρμάιν της
Καλιφόρνια να αναλάβει την αποθησαύριση του πλούτου της. Επικεφαλής του
προγράμματος τοποθετήθηκαν η γλωσσολόγος -Ελληνίστρια- Μακ Ντόναλι και οι
καθηγητές της ηλεκτρονικής Μπρούνερ και Πάκαρι.

Στον Η/Υ Ίμυκο αποθησαυρίστηκαν 6 εκατομμύρια λεκτικοί τύποι της γλώσσας
μας όταν η Αγγλική έχει συνολικά 490.000 λέξεις και 300..000 τεχνικούς
όρους, δηλαδή σαν γλώσσα είναι μόλις το 1/100 της δικής μας.. Στον Ίμυκο
ταξινομήθηκαν 8.000 συγγράμματα 4.000 αρχαίων Ελλήνων και το έργο
συνεχίζεται..

Μιλώντας γι’ αυτό ο καθηγητής Μπρούνερ είπε: Σε όποιον απορεί γιατί τόσα
εκατομμύρια δολάρια για την αποθησαύριση των λέξεων της Ελληνικής
απαντούμε: Μα πρόκειται για τη γλώσσα των προγόνων μας. Και η επαφή μας μ’
αυτούς θα βελτιώσει τον πολιτισμό μας .

Οι υπεύθυνοι του προγράμματος υπολογίζουν ότι οι ελληνικοί λεκτικοί τύποι
θα φθάσουν στα 90 εκατομμύρια, έναντι 9 εκατομμυρίων της λατινικής.
Το ενδιαφέρον για την Ελληνική προέκυψε από τη διαπίστωση των επιστημόνων
πληροφορικής και υπολογιστών ότι οι Η/Υ προχωρημένης τεχνολογίας δέχονται
ως νοηματική γλώσσα μόνον την Ελληνική. Όλες τις άλλες γλώσσες τις
χαρακτήρισαν σημειολογικές .

Νοηματική γλώσσα θεωρείται η γλώσσα στην οποία το σημαίνον, δηλαδή η λέξη,
και το σημαινόμενο, δηλαδή αυτό, που η λέξη εκφράζει (πράγμα, ιδέα,
κατάσταση), έχουν μεταξύ τους πρωτογενή σχέση. Ενώ σημειολογική είναι η
γλώσσα στην οποία αυθαιρέτως ορίζεται ότι το αμ πράγμα (σημαινόμενο)
εννοείται με το αμ (σημαίνον).

Με άλλα λόγια, η Ελληνική γλώσσα είναι η μόνη γλώσσα της οποίας οι λέξεις
έχουν πρωτογένεια, ενώ σε όλες τις άλλες, οι λέξεις είναι συμβατικές,
σημαίνουν, δηλαδή, κάτι, απλώς επειδή έτσι ‘συμφωνήθηκε’ μεταξύ εκείνων που
την χρησιμοποιούν.

ΟΛΕΣ οι λέξεις στην Ελληνική ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ, π.χ. η λέξη ενθουσιασμός = εν-Θεώ,
γεωμετρία = γη +μετρώ, προφητεία = προ + φάω, άνθρωπος = ο άναρθρων (ο
αρθρώνων λόγο).

Έχουμε δηλαδή αιτιώδη σχέση μεταξύ λέξεως-πράγματος, πράγμα ανύπαρκτο στις
άλλες γλώσσες. Τα πιο τέλεια προγράμματα Ίμυκος , Γνώσεις και Νεύτων
αναπαριστούν τους λεκτικούς τύπους της Ελληνικής σε ολοκληρώματα και σε
τέλεια σχήματα παραστατικής, πράγμα που αδυνατούν να κάνουν για τις άλλες
γλώσσες..

Και τούτο επειδή η Ελληνική έχει μαθηματική δομή που επιτρέπει την αρμονική
γεωμετρική τους απεικόνιση.

Ιδιαιτέρως χρήσιμα είναι τα ελληνικά προσφύματα ΟΠΩΣ : τηλέ , λάνδη
=…..LAND, ΓΕΩ…,νάνο, μίκρο, μέγα, σκοπό….ισμός, ΗΛΕΚΤΡΟ……, κυκλο….,
ΦΩΝΟ….., ΜΑΚΡΟ….., ΜΙΚΡΟ…., ΔΙΣΚΟ….., ΓΡΑΦΟ…, ΓΡΑΜΜΑ…, ΣΥΝ…,
ΣΥΜ……, κ.λπ..

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ : ΤΟ ΓΝΩΣΤΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ C D = COMPACT DISK = ΣΥΜΠΑΚΤΩΜΕΝΟΣ ΔΙΣΚΟΣ
Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές θεωρούν την Ελληνική γλώσσα «μη οριακή», δηλαδή
ότι μόνο σ’ αυτή δεν υπάρχουν όρια και γι’ αυτό είναι αναγκαία στις νέες
επιστήμες όπως η Πληροφορική, η Ηλεκτρονική, η Κυβερνητική και άλλες.

Αυτές οι επιστήμες μόνο στην Ελληνική γλώσσα βρίσκουν τις νοητικές
εκφράσεις που χρειάζονται, χωρίς τις οποίες η επιστημονική σκέψη αδυνατεί
να προχωρήσει.

Γι’ αυτούς τους λόγους οι Ισπανοί Ευρωβουλευτές ζήτησαν να καθιερωθεί η
Ελληνική ως η επίσημη της Ευρωπαϊκής Ένωσης διότι το να μιλά κανείς για
Ενωμένη Ευρώπη χωρίς την Ελληνική είναι σα να μιλά σε έναν τυφλό για
χρώματα.
Διαβάστε περισσότερα »"ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ"

Η ιστορία του Αγνώστου Στρατιώτη


Κατά τη διάρκεια των πολυάριθμων πολεμικών συγκρούσεων ανά την υφήλιο, στρατιώτες όλων των εθνών έπεσαν υπέρ πατρίδος, χωρίς να γνωρίζουμε τον χώρο ταφής τους. Στήνεται γι’αυτό το λόγο προς τιμήν τους το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.

Από τους αρχαίους χρόνους κατασκευάζονταν μνημεία ή κενοτάφια για τους πολεμιστές που δεν είχαν ταφεί επειδή πίστευαν ότι θα βασανίζονταν οι ψυχές τους.Το πρώτο μνημείο που κατασκευάστηκε διεθνώς βρίσκεται στο Παρίσι, στην Αψίδα του Θριάμβου, όπου θάφτηκαν εκεί τα κόκκαλα ενός άγνωστου Γάλλου στρατιώτη και τοποθετήθηκαν πάνω στον τάφο του δύο λυχνίες που καίνε συνεχώς.

Το πρώτο μνημείο Αγνώστου Στρατιώτη ιδρύθηκε για τους Αγωνιστές του 1821 στην Ερμούπολη της Σύρου, εν έτη 1889, σύμφωνα με σχέδιο του Γ.Βιτάλη.

Στην πατρίδα μας μνημείο του Άγνωστου Έλληνα Στρατιώτη βρίσκεται από τις 25 Μάρτη 1932, στην Αθήνα, στην Πλατεία Συντάγματος. Το χώρο διαρρύθμισαν ο αρχιτέκτονας Μανώλης Λαζαρίδης και ο γλύπτης Κώστας Δημητριάδης. Η μαρμάρινη πλάκα με την ανάγλυφη παράσταση αρχαίου Έλληνα νεκρού πολεμιστή, είναι έργο του γλύπτη Φωκίωνα Ρωκ. Στη μία πλευρά της παράστασης είναι χαραγμένη η φράση "Μία κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών" και στην άλλη η φράση "Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος", που είναι φράσεις του Θουκυδίδη από τον "Επιτάφιο του Περικλή"

Αριστερά και δεξιά του νεκρού πολεμιστή είναι χαραγμένοι τόποι που έγιναν μάχες και πήραν μέρος Έλληνες (Πίνδος, Κορυτσά, Καλαμάς, Τρεμπεσίνα, Χειμάρα, Αργυρόκαστρο, Καλπάκι, Κλεισούρα, Πρεμετή, Πόγραδετς, Ρούπελ, Κρήτη, Ελ Αλαμέϊν, Ρίμινι, Ρουβικών, Δωδεκάνησα, Κορέα, Κύπρος).

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής στην Αθήνα, ανήμερα της Παλιγγενεσίας της Επαναστάσεως 25η Μαρτίου του 1943, η οργάνωση Χ του Γεωργίου Γρίβα-Διγενή ετοιμάζει ένα φιλόδοξο σχέδιο, την κατάθεση στεφάνου στο μνημείο του Άγνωστου στρατιώτη κυριολεκτικά κάτω από την μύτη του κατακτητή. Το σχέδιο προέβλεπε αιφνιδιαστική προσέλευση πολλών «χιτών» από διαφορετικές κατευθύνσεις για να πλαισιώσουν τον καταθέτοντα μονόχειρα (ανάπηρο του ελληνο-ιταλικού πολέμου) Χρήστο Ευθυμάκη.


Πράγματι την συμφωνημένη στιγμή προσήλθε αιφνιδιαστικά στον Άγνωστο στρατιώτη ο νέος άνδρας κρατώντας το στεφάνι με τα διακριτικά της «Χ» ενώ εκατοντάδες μέλη της οργάνωσης έψαλλαν σε στάση προσοχής τον εθνικό ύμνο με δάκρυα στα μάτια. Η βίαιη επέμβαση των αρχών θα ήταν καίρια για την σύλληψη πολλών μελών της οργάνωσης αν τα μέλη της ελληνικής χωροφυλακής δεν τους φυγάδευαν.

Το μνημείο φυλάσσεται από τους Εύζωνες της Προεδρικής Φρουράς τιμώντας έτσι τους πεσόντες του Ελληνικού Γένους.

http://mathainoumeellinikiistoria.blogspot.com

ΛΕΓΕΩΝΗΣ
Διαβάστε περισσότερα »"Η ιστορία του Αγνώστου Στρατιώτη"

Ο 13ος και ο 14ος μισθός ΔΕΝ είναι δώρο


Από την Ελλάδα του εμφυλίου στην Ελλάδα των τραπεζών...
του Άρη Χατζηστεφάνου
Νέα Υόρκη, αρχές του 20ου αιώνα. Στα κεντρικά γραφεία κάποιας εταιρείας, οι υπάλληλοι συγκεντρώνονται σε μια μεγάλη αίθουσα περιμένοντας το παραδοσιακό δώρο της διεύθυνσης για τα Χριστούγεννα: ένα ρολόι, ένα χρυσό νόμισμα ή ακόμη και μια γαλοπούλα (ενίοτε ζωντανή). Μόνο που αυτή τη φορά ο διευθυντής κάνει την μεγάλη έκπληξη.
Προσφέρει το δώρο σε χρήματα! Μέσα σε ελάχιστα χρόνια η νέα αυτή πρακτική κυριαρχεί στις περισσότερες αμερικανικές επιχειρήσεις. Ήδη, μάλιστα, από το 1902 εταιρείες όπως η J.P Morgan.Co προσέφεραν σε ορισμένα στελέχη τους τον μισθό ενός ολόκληρου έτους ως δώρο Χριστουγέννων. Οι ιστορικοί μπορεί να θυμούνται τον John Pierpont Morgan ως τον επιχειρηματία που πλούτισε πουλώντας ελαττωματικά τουφέκια στον αμερικανικό εμφύλιο αλλά oι παροικούντες την Wall Street τον τιμούν ακόμη σαν τον άνθρωπο που προσέφερε τα πρώτα λαμπρά Bonus στους υπαλλήλους του.

Φυσικά τα χρηματικά δώρα των Χριστουγέννων δεν περιορίζονταν μόνο στα μεγαλοστελέχη της Wall Street αλλά και σε απλούς εργαζόμενους. Μέχρι το 1911 οι περισσότερες εταιρείες προσέφεραν έως και 10% του μισθού ως δώρο Χριστουγέννων. Ύστερα μάλιστα από την χρηματιστηριακή κατάρρευση του 1929 και τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ’30 το κευνσιανό πνεύμα των ημερών επέβαλε στις επιχειρήσεις και στο κράτος να βοηθούν τους εργαζόμενους τις ημέρες των γιορτών ώστε και αυτοί με τη σειρά τους να τιμήσουν το εμπορικό πνεύμα των Χριστουγέννων και να θέσουν σε λειτουργία το μηχανισμό της αγοράς.

Ο απόηχος από τα κάλαντα του Κέινς θα έρθει και στην Ελλάδα – έστω και με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών. Οι Έλληνες υπάλληλοι, βέβαια, είχαν συνηθίσει να παίρνουν κάποια χρηματική ενίσχυση τις ημέρες των εορτών ήδη από τα χρόνια του μεσοπολέμου. Ορισμένες επιχειρήσεις μάλιστα, όπως τα μεταλλεία Λαυρίου και η τσιμεντοβιομηχανία Eλευσίνας προσέφεραν ως δώρο στους εργαζόμενους μια μικρή κατοικία κοντά στο εργοστάσιο – γεγονός που σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την άναρχη δόμηση μεγάλων περιοχών της Αττικής. Ακόμη πάντως ο λεγόμενος 13ος μισθός στηριζόταν σε εθιμικό δίκαιο. Επισήμως ο ελληνικός 13ος μισθός γεννιέται με νόμο το 1946 ως «έκτακτη οικονομική ενίσχυση για τις γιορτές». Στα χρόνια του εμφυλίου όμως ελάχιστες είναι οι επιχειρήσεις που θα τηρήσουν την υποχρέωσή τους. Μόνο μετά το 1949 το δώρο των Χριστουγέννων γίνεται κανόνας.

Φυσικά από τη στιγμή που ο 13ος και αργότερα και ο 14ος μισθός θεσμοθετήθηκαν, έπαψαν να αποτελούν κάποιο είδος «δώρου». Ήταν και αυτοί ένα τμήμα του μισθού το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον εργοδότη. Αφού όμως ο 13ος μισθός ήταν προκαθορισμένος γιατί να μην διανέμεται στους υπόλοιπους 12 μισθούς του έτους; Η απάντηση είναι ότι η κυβέρνηση διατηρούσε με αυτό τον τρόπο ένα ισχυρότατο όπλο για την τόνωση της αγοράς σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ρίχνοντας στην αγορά το ζεστό χρήμα του «χριστουγεννιάτικου μισθού» προσέφερε πολλαπλασιαστικά οφέλη για τους εμπόρους (παράλληλα στρατιές διαφημιστών αναλάμβαναν να εξασφαλίσουν ότι ο τελευταίους μισθός της χρονιάς θα καταναλωθεί στην αγορά και δεν θα αποταμιευθεί).
Για τον ίδιο λόγο το δώρο δεν δινόταν πλέον στο τέλος του Δεκεμβρίου ή μετά τη γιορτή των Φώτων, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του ’40, αλλά στις αρχές Δεκεμβρίου ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος για κατανάλωση.
Αναρτήθηκε από permisospress
Διαβάστε περισσότερα »"Ο 13ος και ο 14ος μισθός ΔΕΝ είναι δώρο"

Η Ιστορία του μπισκότου από τα Αρχαία χρόνια ως τις μέρες μας


H παράδοση θέλει την πρώτη μορφή μπισκότου να εμφανίζεται περίπου πριν 10.000 χρόνια στην Kίνα, όπου παρασκευάζονταν ξηρές πίτες από ρύζι, σουσάμι και φρούτα. Άλλες παλιές ιστορίες αναφέρουν πως οι Aσσύριοι παρασκεύαζαν ένα λεπτό παξιμάδι από ζύμη κριθαριού και σιταριού, που το τοποθετούσαν σε πήλινα βάζα και το ζέσταιναν στη θράκα.Xιλιετίες αργότερα, σε αιγυπτιακό τάφο του 2.500 π.X., υπάρχουν απεικονίσεις εργατών που συνδαυλίζουν τη φωτιά ενός φούρνου στον οποίο ψήνονται παξιμάδια. Tο μπισκότο υπήρξε αρχικά μια πρακτική συμπυκνωμένη τροφή παραπλήσια του ψωμιού, ικανή να διατηρείται καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν η γαλέτα των προϊστορικών χρόνων.

O εγκυκλοπαιδικός ορισμός της γαλέτας είναι «… σπογγώδες και ξερό μείγμα αλευριού, αντιστεκόμενο καλά στη μούχλα…». Στη διαδρομή προστέθηκε μέλι και έγινε ιδιότυπο γλύκισμα με πλήθος παραλλαγών και εντυπωσιακή ποικιλία συστατικών.
Στους αρχαίους χρόνους συναντάμε στην ελληνική κουζίνα παρασκευάσματα με συστατικά το αλεύρι, το λάδι, το γάλα και το μέλι. Tην ίδια διατροφική συνήθεια συναντάμε και στη Pωμαϊκή Aυτοκρατορία.
Kατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, τα αρτοποιεία παρασκεύαζαν ανάμεσα στα διάφορα είδη ψωμιού κι έναν χαρακτηριστικό τύπο, τον «στρατιωτικό άρτο» ή «άρτο του ναυτικού». Ήταν φτιαγμένος από αλεύρι το οποίο άφηναν να μουσκέψει στο νερό επί τριάντα μέρες χωρίς να χρησιμοποιούν ούτε αλάτι ούτε μαγιά και στη συνέχεια το έψηναν δυο φορές, για να μπορέσει να διατηρηθεί επί μακρόν. Για μεγάλης διάρκειας ταξίδια, η ζύμη ψηνόταν μέχρι και τέσσερις φορές. H μεγάλη θρεπτική αξία του παρασκευάσματος αυτού, συμπυκνωμένη σε σχετικά μικρό όγκο, διευκόλυνε την τροφοδοσία του στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Tρεις γαλέτες ψωμιού-μπισκότου ήταν η ημερήσια μερίδα των στρατιωτών. H διάρκεια συντήρησής τους ήταν περίπου ένας χρόνος, με την προϋπόθεση πως ήταν καλά προστατευμένες από την υγρασία σε μεταλλικά κουτιά.
Διαβάστε περισσότερα »"Η Ιστορία του μπισκότου από τα Αρχαία χρόνια ως τις μέρες μας"

Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, TO BYZANTIO, THN ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ


ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ

Οι ανάγκες του ανθρώπου για ασφάλεια και προστασία είναι σύμφυτες με την ύπαρξη του. Αυτό είναι φυσικό, αφού μόνο με την ασφάλεια και την προστασία εξασφαλίζονται οι δυνατότητες για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής του ανθρώπου και της ανάπτυξη κάθε παραγωγικής δραστηριότητας.
Οι περιπτώσεις του Ηρακλή και του Θησέα, που με τη μυθική δράση τους εξάλειψαν την παντοειδή και ποικιλώνυμη κακοποιό δραστηριότητα της εποχής, εξαφάνισαν το φόβο των ανθρώπων και εμπέδωσαν την τάξη και το αίσθημα ασφάλειας, είναι αρκετά εύγλωττες. Ο αστυνομικός θεσμός συμπορεύεται με την πολιτειακή οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι άνθρωποι για να επιβιώσουν, έπρεπε να συμβιώσουν. Η συμβίωση, όμως, προϋποθέτει τη θέσπιση κανόνων, αλλά και τη δίκαιη εφαρμογή τους, μέσα σε ένα λειτουργικό πλαίσιο, την πολιτεία.Η σπουδαιότητα της έννομης τάξης, ως στοιχείου αναπόσπαστου του δημόσιου βίου και της ομαλής κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, είχε επισημανθεί από κορυφαίους εκπρόσωπους της ελληνικής διανόησης. Ο διδάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο μέγας φιλόσοφος Αριστοτέλης, διδάσκει ότι «Των μεν γαρ αναγκαίων αρχών χωρίς αδύνατον είναι την πόλιν, των δε προς ευταξίαν και κόσμον αδύνατον οικείσθαι καλώς». Δηλαδή, «η θέσπιση κανόνων δικαίου και η ύπαρξη εντεταλμένων αρχών, για την εφαρμογή τους, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική και χρηστή διοίκηση των πολιτών».
Δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί επακριβώς η γένεση του Αστυνομικού θεσμού, μπορούμε να πούμε όμως ότι σπέρματα αυτού βρίσκουμε ακόμη και στις πρωτόγονες κοινωνίες της ανθρωπότητας. Ευθύς όταν ο άνθρωπος αισθάνθηκε την ανάγκη του να ρυθμίσει τις σχέσεις του με κανόνες δικαίου, ανέκυψε αυτομάτως και η ανάγκη οργάνων τα οποία θα εξασφάλιζαν την τήρηση των κανόνων. Έτσι γεννήθηκαν οι , "φύλαρχοι", οι "γενάρχες", οι άρχοντες", οι "αρχηγοί" , οι "βασιλείς" κ.λ.π. των κοινωνικών ομάδων οι οποίοι με τη θέσπιση των κανόνων δικαίου όριζαν και τα εντεταλμένα προς τη τήρηση τούτων όργανα.


ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Η προέλευση του όρου "ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ" των σύγχρονων κρατών έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελληνική λέξη "ΠΟΛΙΤΕΙΑ", η οποία σήμαινε το σύνολο των Αρχών και η δύναμη ή η εξουσία του προϊσταμένου ( άρχοντα ) να μεριμνά για τη τήρηση των θεσπισθέντων και να καθιστά αυτά απαραβίαστα.
Ο όρος "ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ" προέρχεται από την σύνθεση των όρων "Άστυ" και "Νόμος", παρελήφθη από τους Ρωμαίους ως "P O L I T I A" με την ίδια έννοια, δηλαδή την έννοια την οποία είχε καθορίσει ο Αριστοτέλης (καλή τάξη-διοίκηση της πόλεως- προστασία της ζωής ,της τιμής και της περιουσίας των πολιτών), με την έννοια την οποία είχε καθορίσει ο Πλάτωνας (κατά Νόμο ρύθμιση της ζωής της πόλεως), ο Ισοκράτης (η ψυχή της πόλεως - το σύμβολο ευφυΐας, αυτή που σκέπτεται τα πάντα και ρυθμίζει κάθε κακό και αντιμετωπίζει πάσα επισυμβαίνουσα συμφορά), αλλά και άλλοι αρχαίοι σοφοί.
Από τη Ρώμη ο όρος "POLITIA", ο οποίος αναφερόταν τόσο στο σύνολο των κρατικών Αρχών αλλά και στην Αστυνομία ειδικότερα, μεταπήδησε στη Γαλλία ως " POLICE" από τη Γαλλία στην Αγγλία με την ίδια ορολογία και από εκεί στη Γερμανία ως "POLIZEI" και στην Ιταλία ως "POLIZIA".
Ο διεθνής όρος της "Αστυνομίας" με την Ελληνική έννοια ισχύος της "ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ" είναι μια απόδειξη του ρόλου τον οποίο διαδραμάτισε η Ελλάδα από την αρχαιότητα στη Παγκοσμιότητα των Εθνών .
Ο όρος "Πολιτεία" παρατηρούμε ότι μέχρι τον ΙΔ΄ αιώνα σήμαινε την γενική έννοια της Κρατικής εξουσίας. Από τον ΙΔ΄ αιώνα έως τον ΙΗ΄, ο όρος προσδιορίζει πλέον συγκεκριμένα έργα της "Αστυνομίας" αφού καθορίζονται τα νομικά πλαίσια αστυνομικών αρμοδιοτήτων ή έργων που καλύπτουν τη πρόοδο των πόλεων.
Τέλος η αστυνομία σαν θεσμός συνδέεται με την εμφάνιση «της πόλεως» του «άστεως». Το άστυ είναι το πρώτο συνθετικό στοιχείο της έννοιας αστυνομίας. Παράλληλα έχουμε και την εμφάνιση του Δικαίου «του Νόμου», δηλαδή του δεύτερου συνθετικού στοιχείου της ίδιας έννοιας . Έτσι βλέπουμε ότι η πόλη και το Δίκαιο συμπορεύονται στην κοινωνική εξέλιξη.
Ο όρος λοιπόν αστυνομία προήλθε από τη σύνθεση δύο φαινομένων, ενός πραγματικού (άστυ - πόλη) και ενός πνευματικού (Δικαίου – Νόμος).

Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Η Ιστορία της Ελληνικής Αστυνομίας αρχίζει ουσιαστικά από τον 5ο αιώνα Π.Χ, κατά τον οποίο ιστορικές έρευνες αποδεικνύουν την ύπαρξη διακεκριμένων αστυνομικών Αρχών, την περίοδο αυτή στη πόλη των Αθηνών.
Νωρίτερα και μέχρι τον 7ο π.χ αιώνα δεν υπήρχαν ιδιαίτερες αστυνομικές Αρχές στην Αθήνα, αφού η άσκηση αστυνομικών δικαιωμάτων υπαγόταν στο βασιλιά.
Άγνωστη παραμένει η Αστυνομική Αρχή στη μυθική εποχή των Αθηνών, τη περίοδο δηλαδή που περιλαμβάνει την ιστορία της Αττικής από τους αρχαιότατους βασιλείς μέχρι του Θησέα (1.300π.χ.).
Από τον 5ο π.χ αιώνα, όταν τέθηκαν οι βάσεις του μεγαλείου και της ακμής των Αθηνών, καθιερώθηκαν και αστυνομικές Αρχές, που είχαν σαν αποστολή ανάλογη με αυτή των σύγχρονων Αστυνομικών Αρχών. Κύριο μέλημα αυτής της πρώτης αρχαίας Αστυνομίας ήταν η ευκοσμία, η υγιεινή και η καθαριότητα, η προστασία των ηθών, η αγορανομική επιτήρηση, η επιτήρηση των οικοδομών, η επιτήρηση των ξένων, η πρόληψη των δημοσίων δυστυχημάτων και πολλά άλλα αντικείμενα τα οποία σήμερα αποτελούν συνήθεις και καθημερινές ενασχολήσεις μιας σύγχρονης και εύρυθμης αστυνομίας. Είναι εξακριβωμένο ιστορικά ότι οι ποικιλόμορφες αυτές αστυνομικές ασχολίες δεν ήταν στη μέριμνα μιας και μόνης Αστυνομικής Αρχής αλλά ήταν λεπτομερώς κατανεμημένες σε διαφόρους αρχές της Πολιτείας.
Η εποπτεία όλων τούτων των αρχών, ως προς την αστυνομική εξουσία, ανήκε στο ανώτατο Αθηναϊκό δικαστήριο, τον Άρειο Πάγο.
Άρχοντες που εκτελούσαν αστυνομικά καθήκοντα στη πολιτεία των Αθηναίων ήσαν οι " Α σ τ υ ν ό μ ο ι ", για την αστυνόμευση των οδών , οι "Α γ ο ρ α ν ό μ ο ι", οι "Σ ι τ ώ ν ε ς ή Σ ι τ ο φ ύ λ α κ ε ς ", οι "Μ ε τ ρ ο ν ό μ ο ι" και οι "Ε π ι μ ε λ η τ έ ς Ε μ π ο ρ ί ο υ" για την αστυνόμευση της αγοράς και του εμπορίου. Άλλοι άρχοντες που εκτελούσαν Αστυνομικά καθήκοντα ήταν οι "Γ υ ν α ι κ ο ν ό μ ο ι", οι "Τ ε ι χ ο π ο ι ο ί", οι "Επιμελητές των υδάτων (κρουνών)", οι "φύλακες λιμένων", οι "Ένδεκα", οι "Στρατηγοί", και ιδίως ο "Πολέμαρχος", οι "Πρυτάνεις", και οι "Περίπολοι".
Από τους ανωτέρω ειδικότερα οι "Αστυνόμοι" είχαν την επίβλεψη των οδών και της καθαριότητας της πόλης, τη συντήρηση των κτηματικών ορίων, για να προλαμβάνονται οι διαφορές , την επιμέλεια του ιερού Ναού της Πανδήμου Αφροδίτης και καθήκοντα Αστυνομίας Ηθών.
Οι "Αγορανόμοι" ασκούσαν ειδική επίβλεψη στις τιμές και στη καθαριότητα των τροφίμων , οι "Σιτοφύλακες" ασκούσαν εποπτεία στο εμπόριο σιτηρών ειδικά, οι δε "Επιμελητές Εμπορίου" ασκούσαν εποπτεία στη διακομιδή και επάρκεια των βιοτικών αγαθών .
Οι "Γυναικονόμοι" κατά τον Πλούταρχο ασκούσαν αστυνόμευση επί των ηθών, "εζημίουν τους ακοσμούντας".
Οι "Τειχοποιοί", επόπτευαν το μεγαλύτερο έργο της Ελληνικής Αρχαιότητας. Ήταν δέκα και εξελέγχονταν ένας από κάθε φυλή. Επιμελούνταν την συντήρηση και επισκευή του μέρους των τειχών που είχαν ανατεθεί σε κάθε φυλή.
Οι "Επιμελητές Υδάτων" (κρουνών) ,επιμελούνταν την διανομή του νερού και τη καθαριότητα των πηγών, οι δε "φύλακες λιμένων", ασκούσαν εποπτεία στα πλωτά μέσα και στην κίνηση στα λιμάνια.
Οι "Ένδεκα" επιμελούνταν κυρίως την εκτέλεση των καταδιωκτικών αποφάσεων σε θάνατο. Οι "Στρατηγοί" ασκούσαν εξουσία στους Στρατευμένους πολίτες, ενώ επικεφαλής των Αστυνομικών Εξουσιών ήταν ο "Πολέμαρχος" ο οποίος είχε και την επίβλεψη των ξένων.
Οι "Πρυτάνεις" ασκούσαν αστυνόμευση στη βουλή και την Εκκλησία του Δήμου, οι δε "Περίπολοι" ήταν υποχρεωτικά στρατευμένοι νέοι από 18-20 ετών, οι οποίοι αναλάμβαναν να φυλάνε τη πόλη και τα φρούρια της Αττικής.
Να σημειωθεί ότι πολλές μεγάλες προσωπικότητες της Αρχαίας Αθήνας διαχειρίσθηκαν αστυνομικέ αρχές όπως ο νικητής της Σαλαμίνας Θεμιστοκλής ο οποίος διετέλεσε "Επιμελητής κρουνών" ο μεγάλος ρήτορας Δημοσθένης ο οποίος διετέλεσε "Σιτώνης", ο Επαμεινώνδας των Θηβών ο οποίος διετέλεσε "Υδρονομέας".
Αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Πλάτωνας στους "Νόμους" του (ΙΑ΄ 918α΄), δραματικοί ποιητές, όπως ο Σοφοκλής, Φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης, ο μέγας ρήτορας της αρχαιότητας Δημοσθένης μας πληροφορούν για τους Αστυνομικούς θεσμούς στην αρχαιότητα.


Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ


Στην Αρχαία Σπάρτη δεν συναντάμε τη ποικιλία και την εντέλεια των αστυνομικών αρχών της Δημοκρατίας των Αθηνών. Αυτό διότι ο πολιτισμός της Σπάρτης ήταν κατώτερος αυτού της Αθήνας αλλά και ο κοινωνικός βίος των Σπαρτιατών ήταν πολύ περιορισμένος σε εκδηλώσεις και ασχολίες .
Στενότερα απολυταρχικό τυγχάνει το πολίτευμα της αρχαίας Σπάρτης ,που περιελάμβανε κυρίως τη βασιλική εξουσία, τη βουλή των Γερόντων και την Αγορά του Δήμου , ενώ τη πραγματική εξουσία ασκούσαν μια επιτροπή που ονομάζονταν "Έφοροι".
Στους ιστορικούς χρόνους οι έφοροι αποτελούσαν μια αρχή αυτοτελή και παντοδύναμη. Εκλέγονταν κάθε χρόνο από όλους τους ενήλικες Σπαρτιάτες και δίκαζαν τις αστικές και εγκληματικές υποθέσεις. Από κοινού με τη Γερουσία δίκαζαν ακόμη και τους βασιλείς. Όλη η εσωτερική και εξωτερική διακυβέρνηση της χώρας βρισκόταν στα χέρια των Εφόρων, έτσι κατ΄ ακολουθία η αστυνομική εξουσία αποτελούσε αντικείμενο της μέριμνας αυτών.
Οι ιστορικές πληροφορίες δεν διασαφηνίζουν σε ποια ειδικά θέματα είχε τη μέριμνα η αστυνομία στην Αρχαία Σπάρτη. Όπως αναφέρει όμως ο Πλούταρχος, η εποπτεία της Δημόσιας Τάξης είχε ανατεθεί στους εφόρους που είχαν την εξουσία και να δικάζουν. Για την εκτέλεση των έργων τους οι Έφοροι χρησιμοποιούσαν τους "Ιππείς" , ένα σώμα τριακοσίων επίλεκτων πολιτών.
Υπήρχε ακόμη αρχή εντεταλμένη για την επίβλεψη των νέων, που ονομάζονταν "Παιδονόμοι".
Ο Ησύχιος αναφέρει ότι υφίστατο στη Σπάρτη Αρχή για την ευκοσμία των γυναικών , και επιφορτισμένοι με τα καθήκοντα αυτά ήταν οι "Αρμόσυνοι".
Από επιγραφές που έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικές ανασκαφές , προκύπτει ότι στην Αρχαία Σπάρτη λειτουργούσε αγορανομική υπηρεσία , τα όργανα της οποίας ονομάζονταν "Εμπέλωροι", καθώς και αγρονομική υπηρεσία τα όργανα της οποίας ονομάζονταν "Παιδιανόμοι". Οι υπηρεσίες των "Εμπέλωρων" και των "Παιδιανόμων" αντικαταστάθηκαν κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους από τις υπηρεσίες των "Αγορανόμων", που είχαν σαν αποστολή και πάλι την επιμέλεια της αγοράς και οι αγρονόμοι την επιμέλεια των αγροτικών ζητημάτων.
Υπήρχε επίσης ο "Επί της Κρυπτείας Τεταγμένος" το έργο του οποίου ήταν η εποπτεία των Ειλώτων, που αποτελούσε συνεχή απειλή κατά των Σπαρτιατών.

Αν επιχειρήσουμε να κατανείμουμε το αστυνομικό υλικό που έχει συλλεχθεί από την Αρχαία Σπάρτη, κατά κατηγορίες , σύμφωνα με το πολίτευμα της Νομοθεσίας του Λυκούργου, που επικρατούσε, και γενικά το Σπαρτιατικό σύστημα καταλήγουμε στις εξής κατηγορίες Αστυνομικής Επιμέλειας:
Α) Γενικής Αστυνομίας.
Αυτή ασκείτο κυρίως από τους Εφόρους, οι οποίοι πλην των άλλων καθηκόντων είχαν και την εποπτεία για την αγωγή και τη συμπεριφορά των νέων , για την επιθεώρηση της αγοράς και τον έλεγχο των τιμών των τροφίμων , για την επιτήρηση των ξένων και την απέλαση των ανεπιθυμήτων προσώπων από τη Σπάρτη καθώς και την επιτήρηση των Ειλώτων. Στην ειρηνική περίοδο ασκούσαν αστυνομικά καθήκοντα ενώ σε περίοδο πολέμου ήταν στο πλευρό του βασιλέα σαν σωματοφύλακες. Η υπηρεσία του αποτελούσε, τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό πολέμου, ύψιστη τιμή.
Β) Αστυνομία των Ηθών
Ήταν μια περίεργη για τις σημερινές αντιλήψεις αστυνομία, η οποία είχε σαν μέλημα την ανατροφή των νέων και νεανίδων, το σεβασμό προς τους μεγαλύτερους, τη λειτουργία των συσσιτίων, την υποχρεωτική επιβολή του γάμου, την απαγόρευση της αγαμίας, τα μέτρα κατά τη ταφή των νεκρών και το διακανονισμό του πένθους, την απαγόρευση της αποδημίας κ.λ.π. Μέριμνα για εφαρμογή διατάξεων περί των ηθών δεν υπήρχε στην Αρχαία Σπάρτη καθότι το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα που επικρατούσε απέκλειε απολύτως την ύπαρξη τέτοιων ζητημάτων. Οι "Αρμόσυνοι" ήταν η αρχή που επιτηρούσε την ευκοσμία των γυναικών, μια ευκοσμία που διαφέρει με τα σημερινά δεδομένα αφού η πορνεία , οι βιασμοί, οι αποπλανήσεις, οι απαγωγές και άλλα παρεμφερή αδικήματα δεν απασχολούσαν τη κοινωνία των αρχαίων Σπαρτιατών . Οι νεαρές γυναίκες εφόσον ήταν άγαμες θεωρούνταν ιερά πρόσωπα και γι'αυτό δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο από τους νέους, μάλιστα υποχρεούνταν να χορεύουν γυμνές ενώπιόν τους χωρίς να θεωρείται προσβολή αυτό για τη δημόσια αιδώ. Η μοιχεία ήταν κατά κάποιο τρόπο ανεκτή και επιβεβλημένη αφού ο αποκλειστικός σκοπός του γάμου ήταν η δημιουργία αρίστων απογόνων. Κατέβαλλαν ιδιαίτερη προσπάθεια για την αναπαραγωγή αρίστων απογόνων και δεν θεωρούνταν ανέντιμο να προσκαλούν εύρωστους νέους για να συνευρεθούν με τις νεαρές γυναίκες τους για την απόκτηση εύρωστων και υγιών παιδιών.
Γ) Αστυνομία της Αγορανομίας.
Ήταν μια διαφορετική από τη σημερινή αντίστοιχη υπηρεσία αφού απαγόρευε κάθε εκδήλωση πλούτου και υποχρέωνε όλους ανεξαιρέτως να μετέχουν στα κοινά συσσίτια ακόμη και τους βασιλείς. Η νομοθεσία του Λυκούργου κατήργησε τα χρυσά και ασημένια νομίσματα και αντί αυτών άφησε μόνο τα σιδερένια τα οποία ήταν μεγάλου βάρους και μικρής αξίας. Οι "Εμπέλωροι", "Παιδιανόμοι" και "Αγρονόμοι" ασχολούνταν με την επιτήρηση των βασικών βιοτικών αγαθών και των καλλιεργειών.
Δ) Αστυνομία Γενικής Ασφάλειας
Η Αστυνομία της γενικής ασφάλειας ήταν εμπιστευμένη στους Εφόρους οι οποίοι λάμβαναν μέτρα για την προστασία της πολιτείας από κινδύνους που προέρχονταν από τους "περίοικους" και τους "Είλωτες". Ενάντια του κινδύνου των Ειλώτων χρησιμοποιούντο οι ενήλικες πολίτες, οι οποίοι για να αποκτήσουν τα δικαιώματα του πολίτη της Σπάρτης έπρεπε να αποδείξουν έμπρακτα ότι ήταν ικανοί γι΄αυτό. Καιροφυλακτούσαν στα δάση και τα πλέον απομακρυσμένα σημεία, οπλισμένοι με εγχειρίδια και με τροφή για λίγες ημέρες και επιτίθονταν κρυφά στους διερχόμενους ανύποπτους Είλωτες και τους σκότωναν "εν ψυχρό" από την ανάγκη να αποκτήσουν θάρρος και τόλμη ώστε να θεωρηθούν ικανοί πολίτες και αντάξιοι των ενηλίκων. Κατά των Ειλώτων που όπως προαναφέρθηκε αποτελούσε συνεχή απειλή για τους Σπαρτιάτες χρησιμοποιούσαν μια μυστική κατά κάποιο τρόπο αστυνομία η οποία ονομαζόταν "Κρυπτείας", με κύριο μέλημα την εποπτεία τους.

Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΣΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ


Μπορούμε να πούμε ότι οι αστυνομικές αρχές των αρχαίων πόλεων της Αθήνας και Σπάρτης συναντώνται και στις υπόλοιπες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας.
Έτσι η Αρχή των "Αστυνόμων" συναντάται στην Κνίδο , Ευμενία, Ηράκλειο της Βιθυνίας, Ολβία, Σινώπη, Συρία , Συρακούσες, Ρόδο, Τήνο, Ηράκλειο της Συρία, Κάρπαθο και άλλες πόλεις του Πόντου.
Η Αρχή των "Αγορανόμων" υπήρχε στην Ανδανεία, Αφροδισία, ΄Αργος, Αστυπάλαια, Κύπρο, Κω, Κρήτη, Δήλο, Αίγινα, Λέσβο, Μέγαρα, Μεσημβρία, Μίλητο ,Ταίναρο , Τήνο, Θάσο, Θυάτειρα, Τράλλεις, Έφεσο, ,Χίο , Αλικαρνασσό, Σίκινο, Κέρκυρα κ.λ.
Η αρχή των "Σιτοφυλάκων" ή "Σιτώνων" ή "Σιταγερτών" συναντάται στη Δήλο, Κάρυστο, Ηράκλειο της Συρίας, Ταυρομένιο κ. λ.
Οι "Γυναικονόμοι" όπως προκύπτει από επιγραφές υπήρχαν στην Ανδανεία, Γάμβριο της Περγάμου, στη Μαγνησία κ.λ
Οι "Έφοροι", οι "Επιμελητές κρουνών" , οι "Τειχοποιοί" και οι "φύλακες λιμένων" υπήρχαν σε όλες σχεδόν τις Ελληνικές πόλεις .

Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΣΤO BYZANTIO

Οι Αρχές στο Βυζάντιο ήταν :
Ο Έπαρχος της πόλης, ο οποίος ασκούσε την ανώτατη διοικητική εξουσία της πόλης.
Ο Πραίτωρ του δήμου, ο οποίος ασκούσε αστυνομικά καθήκοντα.
Ο Έπαρχος του Σίτου, η αρμοδιότητα του οποίου ήταν να παρακολουθεί τον τρόπο της παρασκευής και της διάθεσης του άρτου.
Οι Επιμελητές.
Οι Πράκτορες της Μυστικής Αστυνομίας.
Ο Κβέστωρ, παρακολουθούσε τις κινήσεις των ξένων και των επισκεπτών της πόλης.


Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Στην περίοδο αυτή στην Ελλάδα για τους Τούρκους υπήρχαν τα κάτωθι πρόσωπα που ασκούσαν αστυνομικά καθήκοντα :
Ο Βοεβόδας, ο οποίος ήταν διοικητής της επαρχίας. Είχε τη γενική εποπτεία όλων των θεμάτων που είχαν αστυνομικά ενδιαφέροντα.
Ο Καπού-Μπουλούκμπαση, ο οποίος εκτελούσε τις διαταγές του βοεβόδα.
Οι Αγάδες. Αυτοί ήταν Τούρκοι άρχοντες βοηθοί και σύμβουλοι του βοεβόδα.
Για τους Έλληνες αστυνομικά καθήκοντα ασκούσαν :
Oι Δημογέροντες. Αυτοί είχαν ως αποστολή να μεριμνούν για την εξυπηρέτηση των αναγκών των μελών της κοινότητας. Για την άσκηση αυτής της εξουσίας διόριζαν τους πολιτοφύλακες, τους αγροφύλακες και τους εθνοφύλακες.
Οι Προεστοί. Αυτοί ήταν άρχοντες ανώτεροι των Δημογερόντων, είχαν την γενική εποπτεία αυτών και παρουσιάζονταν ενώπιον των Τουρκικών Αρχών ως προστάτες των καταπιεσμένων Ελλήνων.


Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΕΟΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ


Όταν ο Καποδίστριας, ως πρώτος κυβερνήτης του απελευθερωμένου ελληνικού κράτους, έφθασε στο Ναύπλιο το 1828 συνάντησε ερείπια, λιμό και αναρχία. Αυτή την κατάσταση έπρεπε ο Καποδίστριας να μεταμορφώσει σε κράτος και να αποσπάσει την εύνοια των μεγάλων δυνάμεων.Έτσι δόθηκαν οδηγίες στους διορισμένους διοικητές των επαρχιών για την αστυνόμευση με κύρια μελήματα τη δημόσια υγεία, την είσοδο-έξοδο αλλοδαπών και την εσωτερική ασφάλεια.
Στο Ναύπλιο την ίδια περίοδο (1828) ιδρύθηκε η Πολιταρχεία, η οποία είχε καθήκοντα κυρίως εκτελεστικής δύναμης. Ταυτόχρονα συγκροτήθηκε για την εμπέδωση της δημόσιας ασφάλειας μια Πεντακοσιαρχία υπό τον τίτλο «Eκτελεστική Δύναμη Πελοποννήσου» η οποία διαιρέθηκε σε τμήματα που εγκαταστάθηκαν στην Πελοποννήσου. Επικεφαλής της δύναμης αυτής ήταν ο Ιωάννης Μακρυγιάννης.
Η δύναμη αυτή, η οποία είχε θετική δράση στην καταπολέμηση της ληστείας, υπήρξε ο πρόδρομος της Χωροφυλακής.
Στις 29-01-1829 ο Καποδίστριας με ψήφισμα του δημοσιεύει τον «Κανονισμό της αστυνομίας και καθηκόντων αυτής». Τα καθήκοντα αυτά ήταν κυρίως ο έλεγχος κίνησης αλλοδαπών και κατοίκων άλλων επαρχιών, ο έλεγχος συνομωσιών, ο έλεγχος οπλοφορίας, ο έλεγχος επαιτών, λεσχών και καφενείων, ο έλεγχος οικοδομών, η φρούρηση φυλακών, η εκτέλεση διοικητικών και δικαστικών αποφάσεων, η άσκηση δικαστικής αστυνομίας…
Με τη δολοφονία του κυβερνήτη το κράτος οδηγήθηκε σε αναρχία και ήταν αδύνατο να παράσχει τη στοιχειώδη προστασία στο λαό από τους ληστές και τους λοιμούς.
Η άφιξη του Όθωνα (1832-1862) βρήκε το κράτος σε άθλια κατάσταση. Την αποκατάσταση της τάξης την ανέλαβε το σώμα των 5.000 Βαυαρών στρατιωτών, το οποίο συνόδευε τον Όθωνα. Στις 15-6-1833 ιδρύθηκε το σώμα της Χωροφυλακής ενώ στις 27-12-1833 καθιερώθηκε και η Δημοτική Αστυνομία με τη διαίρεση της χώρας σε δήμους. Στους δήμους την αστυνομική εξουσία την ασκούσε ο Δήμαρχος, ενώ διορίζονταν ως ανώτεροι υπάλληλοι ένας ή δύο «Αστυνόμοι» κάτω από την ευθύνη του Δημάρχου. Με το νόμο της 10-03-1834 οι δήμοι ανέλαβαν και δικαστική εξουσία υπό την καθοδήγηση του εισαγγελέα. Την 31-12-1836 εκδόθηκε βασιλικό διάταγμα «περί δημοτικής αστυνομίας» του οποίου το περιεχόμενο περιείχε τις αρμοδιότητες της νέας αρχής. Στα καθήκοντα αυτά περιλαμβάνονταν η τήρηση της ευκοσμίας, της τάξης, της αγορανομίας, της αστυνόμευσης, των ηθών, η δημόσια ασφάλεια, καθώς και προληπτικά μέτρα για την αποτροπή δυστυχημάτων.
Αστυνομικά σώματα που ιδρύθηκαν κατά την Οθωνική περίοδο ήταν η Οροφυ

λακή, η Εθνοφυλακή και η Διοικητική Αστυνομία με περιορισμένα όμως καθήκοντα δημόσιας ασφάλειας όπως η φύλαξη των συνόρων και του συνταγματικού καθεστώτος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:- « Ιστορία Της Αστυνομίας Πόλεως » του Χ. Σταμ
Διαβάστε περισσότερα »"Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, TO BYZANTIO, THN ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ"

Ταξίδι στον κόσμο του κομπολογιού ...



«Θα το δώσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι», τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Δεν είναι, όμως, το μοναδικό ελληνικό λαϊκό τραγούδι που αναφέρεται στο κομπολόι. Αυτό που συνοδεύει καημούς, έρωτες και βάσανα κι έχει συνδεθεί στη συνείδηση του κόσμου με τη μαγκιά, τον "τσαμπουκά".

Ωστόσο, το κομπολόι ή μπεγλέρι ξεκίνησε για να εξυπηρετήσει την ανάγκη επικοινωνίας του ανθρώπου με τον θεό. Η ιστορία του κομπολογιού φαίνεται ότι χάνεται στο βάθος της ιστορίας. Εικάζεται ότι το πρώτο κομπολόι δημιουργήθηκε από...
κάποιον μοναχό στην Αρχαία Ινδία, μεταξύ 800-500 πΧ.Αφορμή για τη δημιουργία του κομπολογιού ήταν να καλυφθεί η πρακτική ανάγκη του μοναχού που έπρεπε να κάνει με απόλυτη συγκέντρωση ένα συγκεκριμένο αριθμό προσευχών. Από τη μία πλευρά όμως, δεν ήξεραν όλοι να μετράνε, ενώ από την άλλη και να ήξεραν, πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να παραλειφθεί κάποια προσευχή ή να ειπωθεί κάποια παραπάνω, ενώ η έγνοια του μετρήματος θα αποσπούσε το νου από την προσήλωση στην προσευχή.



Ο κανόνας έλεγε: «108 προσευχές ακριβώς». Έτσι, δόθηκε η λύση που έμελλε να εξυπηρετήσει όλες τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου. Πέρασε σε ένα σκοινάκι εκατόν οκτώ κουκούτσια διάτρητα και έδεσε τις δύο άκρες του τοποθετώντας εκεί μία φουντίτσα, για να ξέρουν που ξεκινά και που σταματά το μέτρημα. Έτσι γεννήθηκε το κομπολόι. Οι Ινδοί σήμερα ονομάζουν το κομπολόι «τζαμπάλα», που σημαίνει «γιρλάντα της προσευχής και της επανάληψης των ονομάτων του θεού, που καταστρέφει τις αμαρτίες και ελευθερώνει από τον κύκλο της γέννησης και του θανάτου» και πρέπει να έχει 108 χάντρες.






Στην Ελλάδα, το κομπολόι ξεκίνησε από τους μοναχούς του Αγίου Όρους, περίπου το 1.000 μΧ, όταν πήραν ένα μαύρο μάλλινο σκοινάκι, του έκαναν πενήντα τέσσερις κόμπους και έπλεξαν τις δύο άκρες σε σχήμα σταυρού. Αυτή τη γιρλάντα την ονόμασαν δεητικό στεφάνι της Παναγιάς. Αργότερα οι κόμποι έγιναν 33, όσα και τα χρόνια του Χριστού. Οι κοσμικοί αυτήν τη γιρλάντα την ονόμασαν προσευχητάρι, κομποσκοίνι και κομπολόι. Την είπαν κομπολόι επειδή, ο προσευχόμενος ακουμπώντας τον κάθε κόμπο λέει και μία προσευχή. Η σύμπτυξη των λέξεων «κόμπος» και «λέγει» γέννησαν το όνομα κομπολόγι-κομπολόι.





Επί τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι αξιωματούχοι, κρατούσαν γιρλάντα με κεχριμπαρένιες χάντρες και πλούσια μεταξένια φούντα. Την έλεγαν ντεσμπίχ. Την χρησιμοποιούσαν για να χαλαρώνουν, να επιδεικνύουν τον πλούτο τους, ιδίως όμως σαν σκήπτρο εξουσίας. Τέτοιο σκήπτρο πήραν στα χέρια τους οι κοτζαμπάσηδες, οι άρχοντες και οι αρματολοί. Το ονόμασαν τεσμπίχι. Με τα χρόνια, αυτό διαδόθηκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Λειτούργησε σαν συμβόλαιο, όρκος, απόδειξη αγάπης, φιλίας, άδεια οικοδομής, σφραγίδα, μέσο επίδειξης, μαγκιάς και δύναμης.



Σταδιακά, το κομπολόι διαδόθηκε και στους σκλαβωμένους Έλληνες, διότι μ’ αυτό προσεύχονταν για να απαλλαγούν από τη σκλαβιά των Τούρκων. Η συνύπαρξη επί πολλά χρόνια του κομπολογιού και του ντεσμπίχ, είχε ως αποτέλεσμα, το κομπολόι σιγά - σιγά να μεταμορφώνεται σε τεσμπίχι και το τεσμπίχι σε κομπολόι. Η καθιέρωση της μετονομασίας ήρθε στις αρχές της επανάστασης του 1821,αφού η αναφορά στο τεσμπίχι παρέπεμπε στο τουρκικό σκήπτρο εξουσίας και εθεωρείτο αντεθνική.




Με το πέρασμα των χρόνων εμφανίζονται στην Ελλάδα οι μάγκες, οι νταήδες, οι κουτσαβάκηδες, οι χασικλήδες, οι λούμπεν, οι ρεμπέτες, ομάδες κοινωνικά ανένταχτες και απροσάρμοστες για την τότε υψηλή κοινωνία. Κάθε τάξη έχει την τάση να ανταγωνίζεται, να προβάλλεται και να διαφοροποιείται από τις άλλες. Ένας τρόπος είναι και η δημιουργία δικών της συμβόλων και σκήπτρων. Το κομπολόι ήταν το πιο συνηθισμένο, το πιο οικονομικό, το πιο φανταχτερό, το πιο ανώδυνο, το πιο εύχρηστο, το πιο αντιπροσωπευτικό σύμβολο-σκήπτρο. Έτσι, οι μάγκες στριφογυρνούσαν τις γιρλάντες από ευτελή υλικά και βροντοχτυπούσαν τις χάντρες για να δηλώσουν την παρουσία τους, ενοχλώντας εκούσια, ως επί το πλείστον, τους γύρω.





Από τότε γεννήθηκε η προκατάληψη που λέει ότι το κομπολόι είναι αξεσουάρ μόνο των αργόσχολων, του υποκόσμου και των λαϊκών στρωμάτων. Όσοι σκέπτονται έτσι αγνοούν ότι άρχοντες κράτησαν κομπολόι κάθε είδους, όχι ευτελούς αξίας, αλλά κεχριμπαρένιο με πλούσια φούντα και θυρεό, από ασήμι ή χρυσό, δουλεμένο σαν κόσμημα. Το κομπολόι αποτελείται στην κανονική του μορφή εκτός από τις χάντρες, από τη φούντα και από το θυρεό. Τη φούντα την αφαίρεσαν οι μάγκες διότι δεν βόλευε στο στριφογύρισμα και στο βροντοχτύπημα των χαντρών. Οι οικονομικά ασθενέστεροι έκαναν το ίδιο, διότι η μεταξένια φούντα κόστιζε.



Σήμερα στην αγορά προωθείται το «ακρωτηριασμένο» κομπολόι δηλαδή αυτό που δεν έχει ούτε φούντα ούτε θυρεό. Αυτό συμβαίνει διότι οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ότι το χάδι στη μεταξένια φούντα χαλαρώνει, ο δε θυρεός είναι απαραίτητος καθώς επιτρέπει την εύκολη ολίσθηση των χαντρών. Όταν είναι καλλιτεχνικά διακοσμημένος ο θυρεός με τη φούντα, μετατρέπουν την απλή γιρλάντα σε ένα υπέροχο κόσμημα.








Οι χάντρες μπορεί να είναι από πολύ ευτελή υλικά όπως κουκούτσια και ξύλα, αλλά μπορούν να είναι και από ημιπολύτιμους λίθους (αιματίτη, αμέθυστο, αχάτη, ιάσπι, μαργαριτάρι, δενδρίτη, ζιργκόν), ελεφαντόδοντο, κοράλλια, όστρακα, ασήμι, χρυσό και φυσικά από κεχριμπάρι. Δεν είναι τυχαίο επομένως το γεγονός ότι το κομπολόι αποτελεί είδος συλλογής από πολλούς ανθρώπους και η αξία του ανάλογα και με το μέγεθός του μπορεί να φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη.





Εκτός, όμως, από αντικείμενο υψηλής υλικής αξίας, το κομπολόι είναι και αλλά πολλά πράγματα, πολύ πιο σημαντικά και ουσιαστικότερα. Γι' αυτή την πλευρά του κομπολογιού μιλάει ο Τάσος Θωμαΐδης, που έχει αφιερώσει τη ζωή του σε αυτό. Ο κ. Θωμαΐδης εκτός από δημιουργός κομπολογιών, δημιούργησε και την εταιρεία «Εύχαντρον», η οποία προήλθε από τη συγχώνευση του Αθηναϊκού Κέντρου Κομπολογιού, τη Λέσχη Φίλων Κομπολογιού και την Αχτίδα. Άριστος γνώστης της «ουσίας» του κομπολογιού αναφέρει ότι «το κομπολόι είναι ένα αξεσουάρ πολύ προσωπικό και πρέπει να ταιριάζει ακριβώς στη χούφτα του κατόχου του, ώστε να είναι υπάκουο και τέλειο όργανο στο παιχνίδι με τις χάντρες, αλλά είναι και μία ολόκληρη φιλοσοφία».




«Το κομπολόι είναι ένα λαϊκό δημιούργημα κάλυψης πολλών και διαφορετικών αναγκών για όλους τους ανθρώπους, φέρει μεγάλη εσωτερική δύναμη είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, σίγουρο είναι ότι ξεσκεπάζει πολλές πλευρές της προσωπικότητας μας», εξηγεί και προσθέτει πως το κομπολόι αποτελεί και «φάρμακο». «Είναι καταρχήν αγχολυτικό, καθώς το επαναλαμβανόμενο χάδι στις χάντρες και στη φούντα μας χαλαρώνει. Παράλληλα τέρπονται ιδιαίτερα η ακοή, η αφή, η όραση και η όσφρηση. Δεύτερον είναι πηγή θεραπείας καθώς έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι το κεχριμπάρι και οι φυσικοί κρύσταλλοι διαθέτουν θετική ενέργεια, που έχει θεραπευτικές ιδιότητες».



Εκτός όλων των άλλων, το κομπολόι είναι και μέσο αποβολής κακών συνηθειών, αφού βοηθάει στη διακοπή του καπνίσματος. Επίσης είναι και φυλαχτό, εφόσον φέρει σύμβολα πίστης και καλής τύχης, ενώ είναι και πηγή ευφορίας εάν είναι από ευγενή μέταλλα, από χάντρες με θετική ενέργεια, δουλεμένα όπως ένα έργο τέχνης.





«Το κομπολόι δεν είναι απλή υπόθεση. Πρέπει να είναι η καρδιά σου γεμάτη ελευθερία, υπερηφάνεια και λεβεντιά», επισημαίνει ο πρώην ναυτικός, κ. Σπύρος. «Το κομπολόι στη δική μου εποχή ήταν ιερό, ήταν το μέσο για τα προσωπικά μας ταξίδια και όνειρα, ήταν το λάβαρο της επανάστασης στο κατεστημένο και της άρνησης να ενταχθούμε στο σύστημα και να γίνουμε σαρδέλες στο κονσερβοκούτι», λέει και προσθέτει: «Δεν ήταν ένα παιχνιδάκι μόνο στα χέρια μας. Μίλαγε, είχε ψυχή και μία ιδεολογία. Τότε, για να κρατάς στα χέρια σου ένα κομπολόι θα έπρεπε να είσαι μάγκας, να το λέει η καρδιά σου, να είσαι αετόπουλο, υπεράνω όλων. Ήταν έμβλημα».


«Εγώ πάντως, το έχω δει, ότι το κομπολόι είναι και φίλος και δάσκαλος και ερωμένη. Άμα συγχυστείς, εκνευριστείς ή βρεθείς σε αδιέξοδο, κάνει το θαύμα του, λες και είναι χαλαρωτικό χάπι και χωρίς παρενέργειες. Άσε που οι κακές συνήθειες - το κάπνισμα, το φάγωμα των νυχιών κτλ - κόβονται μαχαίρι άμα πιάσεις το κομπολογάκι», υποστηρίζει ο κ. Ανδρέας. Το κομπολόι δεν είναι, όμως μόνο υπόθεση των ανδρών. Σήμερα κοσμεί τα χέρια και πολλών γυναικών. Η Κωνσταντίνα Πετροπούλου, λάτρης του κομπολογιού λέει ότι «θεωρώ πως το κομπολόι δεν είναι σε καμιά περίπτωση μόνο αντρική υπόθεση, εγώ κρατάω κομπολόι και δεν ντρέπομαι καθόλου γι αυτό.



Αντίθετα είναι για μένα μία διέξοδος από το στρες και φυσικά δεν νιώθω ότι χάνω έστω και στο ελάχιστο από τη θηλυκότητα μου. Εξάλλου εκτός από το κομπολόι χειρός έχω και ένα λίγο μεγαλύτερο που το περνάω από το λαιμό μου ενίοτε εν είδη κοσμήματος και είναι πολύ σικ και κλασάτο». Το κομπολόι αποτέλεσε για τον Έλληνα ένα μόνιμο σύντροφο στη χαρά και στη λύπη, στη μοναξιά και στις κοινωνικές συναναστροφές. Είτε πρόκειται για κομπολόι, είτε για κομποσκοίνι, είτε για ροζάριο, είτε για μουσουλμανικό προσευχητάρι, είτε για ινδικό τζαμπάλα, σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για ένα απλό αντικείμενο, αλλά για ένα συναρπαστικό ταξίδι με σταθμούς στη λαϊκή σοφία, στις φιλοσοφίες της Ανατολής και σημείο άφιξης στην σύγχρονη εποχή και τα φαινομενικά δυσεπίλυτα ψυχολογικά προβλήματα των ανθρώπων που μπορούν να καταπραϋνθούν από το «ρωγομέτρημα» του κομπολογιού

Διαβάστε περισσότερα »"Ταξίδι στον κόσμο του κομπολογιού ..."

Μην το πεις πουθενά είναι μυστικό



Γιατί ενδιαφερόμαστε τόσο για τους γύρω μας; Γιατί το κουτσομπολιό (ή ...κοινωνική κριτική, όπως το αποκαλούν κάποιοι) μας δίνει ευχαρίστηση;
Οι ψυχολόγοι απαντούν πως αυτή η ανάγκη έχει τις ρίζες της στις πρωτόγονες κοινωνίες, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να επικοινωνούν χρησιμοποιώντας το λόγο και να.......σχηματίζουν μεγαλύτερες ομάδες. Η συνομιλία μεταξύ των ανθρώπων τόνωνε το αίσθημα πως ανήκουν κάπου και πως είναι αποδεκτοί από τα άλλα άτομα της ομάδας τους.

Άρχισαν να ανακαλύπτουν πως με μερικά άτομα ταίριαζαν περισσότερο και μοιράζονταν γενικές και προσωπικές πληροφορίες. Επειδή το κουτσομπολιό είναι μια διεργασία που δεν απαιτεί προσπάθεια ή σκέψη και ταυτόχρονα απομακρύνει το μυαλό μας από τα δικά μας προβλήματα, αποτελεί μια διέξοδο από την καθημερινότητα και ταυτόχρονα συσφίγγει το δεσμό μας με το άτομο που συζητάμε.

Με αυτόν τον τρόπο τονίζουμε πως για μας είναι αρκετά σημαντικό πρόσωπο ώστε να μοιραστούμε μαζί του εμπιστευτικές πληροφορίες.

Στη σύγχρονη εποχή, στις μικρές κοινωνίες το κουτσομπολιό αποτελεί μια συνηθισμένη δραστηριότητα,. Στις μεγαλύτερες πόλεις όμως, η αποξένωση του ατόμου και η ανταγωνιστικότητα μπορούν να οδηγήσουν το απλό κουτσομπολιό σε φαρμακερά σχόλια και τη διασπορά επικίνδυνων για το θύμα φημών.

'Όλοι μας έχουμε βρεθεί με κάποιο φίλο ή φίλη και έχουμε ανταλλάξει ιστορίες για κάποιο κοινό γνωστό. Αλλά και όλοι μας έχουμε νιώσει οργή και αμηχανία μόλις μάθαμε ότι κάποιος διασπείρει άσχημες φήμες για εμάς.

Είναι γεγονός πως πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν συστηματικά το κουτσομπολιό για ιδιοτελείς σκοπούς. Θέλουν να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος και όταν δεν έχουν κάτι να διηγηθούν κατασκευάζουν ιστορίες σε βάρος κάποιου που δεν μπορούν να θίξουν με άλλο τρόπο, ώστε να φανούν ανώτεροι και καλύτεροι χαρακτήρες στα μάτια των άλλων. Όταν αυτό γίνεται συστηματικά, έχει αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που περιμένουν. Αντί οι φίλοι τους να τους περιβάλλουν με αγάπη και θαυμασμό, αρχίζουν να απομακρύνονται, φοβούμενοι πως και οι ίδιοι θα δεχτούν τα φαρμακερά βέλη του κουτσομπόλη.

Μια σύγχρονη μορφή κουτσομπολιού που ξεφεύγει από τα όρια του κοινωνικού μας περίγυρου, είναι η περιέργεια για ότι αφορά στη ζωή διάσημων προσωπικοτήτων, κυρίως από το χώρο του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και της μουσικής. Αυτή την τάση έρχεται να την ενισχύσουν οι πολλές τηλεοπτικές εκπομπές με αναφορές και σχόλια καθώς και ο Τύπος με περιοδικά που ασχολούνται αποκλειστικά με τις διάφορες γνωστές προσωπικότητες.

Γιατί, όμως, ασχολούμαστε με ανθρώπους που ούτε γνωρίζουμε, ούτε πρόκειται να συναντήσουμε;

Οι ψυχολόγοι απαντούν πως αυτό συμβαίνει επειδή θεωρούμε πως οι δικές μας ζωές δεν είναι αρκετά ενδιαφέρουσες ούτε συναρπαστικές και έτσι παρακολουθούμε με περιέργεια και ζήλια τις ζωές ανθρώπων που τα έχουν καταφέρει καλύτερα. Πολλοί μιμούνται το χτένισμα, το ντύσιμο και τους τρόπους τους. Όταν λοιπόν γίνουν γνωστά δυσάρεστα γεγονότα της προσωπικής τους ζωής, τότε βρίσκουμε δικαίωση και νιώθουμε πως τελικά είμαστε πιο ευτυχισμένοι ή πιο ηθικοί από τα ινδάλματά μας.

Το κουτσομπολιό είναι αρσενικό ή θηλυκό;

Οι γυναίκες είχαν πάντα το "στίγμα" της κουτσομπόλας. Είναι όμως έτσι;

Πρόσφατες έρευνες δείχνουν το αντίθετο: οι άντρες κουτσομπολεύουν το ίδιο, για διαφορετικά όμως θέματα, όπως ποιος έχει περισσότερες επιτυχίες στη δουλειά του και στο αντίθετο φύλο και τι μέσα χρησιμοποίησε προκειμένου να αναρριχηθεί επαγγελματικά.

Υδρόγειος
Διαβάστε περισσότερα »"Μην το πεις πουθενά είναι μυστικό"